Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• εδώτην στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν άλλον θ' αφήσουμε πτωχόνεμάς να πλησιάση».

Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, καιτου πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανετα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.

Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα.

Διότι έως τόρα με ευρήκαν στον δρόμον χιλιάδες ωσάν τον Ηρακλέα και τον Θησέα ανδρειωμένοι εις τους λόγους και με εξεκούφαναν. Εγώ όμως πάλιν δεν παραιτούμαι. Τόσον πολύ με εκυρίευσε κάτι τι ωσάν ανίκητος έρως δι' αυτάς τας ασκήσεις. Δι' αυτό λοιπόν μην αποφεύγης και συ από φθόνον να συγκρουσθής μαζί μου και να ωφελήσης συγχρόνως και τον εαυτόν σου και εμέ. Θεόδωρος.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν