United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή λοιπόν είνε η ιστορία μου και των δύο σκύλλων που βλέπεις, ω αρχηγέ των εναερίων Τελωνίων· δεν σου φαίνεται θαυμαστή και αξιοδιήγητος; Λέγει το Τελώνιον· εύγε, ω γέρον· ας είνε χαρισμένον και το δεύτερον τρίτον από το σφάλμα του πραγματευτού.

Στο αναμεταξύ έκαμε θαυμαστή πρόοδο αναμεταξύ μας και πιο πολύ σ' αυτούς τους μεγάλους στρατούς, που αποτελούνται από μισθοφόρους, οι οποίοι αποφασίζουν για την τύχη των Κρατών. Μπορούμε να βεβαιώσομε, πως, όταν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι πολεμούν ταχτική μάχη ενάντια σε δυνάμεις ισάριθμες, υπάρχουν περίπου είκοσι χιλιάδες σιφιλιδικοί από κάθε μέρος.

Αλλ' η θαυμαστή καρτερία, ην καθ' όλον τον αγώνα επέδειξεν ο Ελληνισμός, συνδυαζομένη προς την οικογενειακήν αλληλεγγύην, ετέραν αναμφισβήτητον αρετήν της φυλής μας, έσωσε και τας δύο οικογενείας από της τελείας καταστροφής.

Και η θαυμαστή θεάεμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα, να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω• αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι, 'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490 την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία, μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις• εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495

Τι θαυμαστή αφέλεια!.. . απ' το ποτάμι βγαίνει εμπρός 'στα μάτια των ανδρών και γλυκοτραγουδεί· αλλά οι άνδρες φαίνονται σε τέτοια μαθημένοι, και δεν γυρίζει κύριος κανένας να την 'δη. Μα και αν στρέψουν να την 'δούν, γι' αυτό δεν την πειράζει.. δεν είν' εδώ αναίδεια του κάλλους η γυμνότης· ούτε μ' αράχνης ύφασμα το σώμα της σκεπάζει, κι' ούτε τους άλλους 'ντρέπεται, ή καν τον εαυτό της.

Τότε λέγει της η Μεδινά· ω τι θαυμαστή διήγησις, αδελφή μου. Απεκρίθη η Χαλιμά· ήξευρε ότι η ακόλουθος διήγησις είνε πολύ θαυμασιωτέρα· και αν ο βασιλεύς με αφήση να ζήσω ακόμη σήμερον, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή και το επίλοιπον με το θέλημά του.

Μετάφραση Αλ. Φιλαδελφέως. Μενέξενος : Μοναδικός στο είδος του διάλογος, γιατί αποτελώντας τάχα εγκώμιο για Αθηναίους που έπεσαν στον πόλεμο, γραμμένο από την Ασπασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά λεπτή κ’ ειρωνική σάτυρα της φλύαρης ρητορείας και των ρητόρων της εποχής εκείνης, των οποίων μιμείται με θαυμαστή τέχνη το ύφος και την παραλογιζόμενη σοφιστεία.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 και κίνησετην σύνοδο των Αχαιών να φθάση· των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· «Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, καιτα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· ότ' οι μνηστήρες γρήγορατο μέγαρο θα φθάσουν 155 πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».

Ποιον πάλι τον μέλει αν ο Pater έβαλε στο πορτραίτο της Monna Lisa κάτι που ο Leonardo ποτέ δεν το φαντάσθηκε; Ο ζωγράφος μπορεί να ήταν απλώς σκλάβος κάποιου αρχαϊκού χαμόγελου, όπως κάποιοι το πίστεψαν, όμως όποτε μπαίνω στις δροσερές στοές του Παλατιού του Λούβρου και στέκω μπροστά σ' εκείνη την παράξενη μορφή «βαλμένη στη μαρμαρένια σάρκα της μέσα σ' εκείνο το τσίρκο των φανταστικών βράχων σαν μέσα σε χλωμό φως κάτω από τη θάλασσα», ψιθυρίζω μονάχος μου: «είναι πιο αρχαία κι από τους βράχους που ανάμεσά τους κάθεται· σαν το βρυκόλακα πολλές φορές πέθανε κ' έμαθε τα μυστικά του τάφου· και σε βαθειές θάλασσες βουτήχτρα, φέρνει γύρω της τις σκοτεινές ημέρες τους· και με τους εμπόρους της Ανατολής έκανε παζάρια για παράξενα υφάδια· κ' ήταν, καθώς η Λήδα, η μητέρα της Ελένης του Τρωικού πολέμου, και σαν την Άγια Άννα, της Μαρίας τη μητέρα· κι όλ' αυτά της ήταν σαν τον ήχο της λύρας και του φλάουτου και μένουν μονάχα με την τρυφερότητα, με την οποίαν έδωκαν τύπο στις γραμμές, που όλο αλλάζαν, και με την οποία χρωμάτισαν τα ματόκλαδα και τα χέρια». Και λέω στο φίλο μου: «Η μορφή που τόσο παράξενα βγήκε μέσ' από τα νερά εκφράζει τι ο άνθρωπος κατέληξε ύστερ' από χίλια χρόνια να επιθυμήση» και μου απαντά εκείνος: «Σ' αυτό το κεφάλι απάνω όλα τα άκρα του κόσμου μαζεύτηκαν και τα ματόκλαδα είναι λίγο κουρασμένα». Κ' έτσι η εικόνα γίνεται πιο θαυμαστή για μας παρ' ό,τι πραγματικά είναι και μας φανερώνει ένα μυστικό που τίποτε δεν ξέρει γι' αυτό· κ' η μουσική της μυστικιστικής πρόζας είναι τόσο γλυκειά στ' αυτιά μας, όσο γλυκειά ήταν η μουσική του φλαουτίστα που δάνεισε στα χείλη της Τζιοκόντας εκείνες τις πονηρές και φαρμακερές καμπύλες.

Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα, χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ.