United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!

Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της.

Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας… Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τα χείλη των προσκυνητών οι άγιοι δεν τάχουν; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τα έχουν να προσεύχωνται, προσκυνητά καλέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Λοιπόν, ω δέσποινα γλυκειά, ό,τι τα χέρια κάμνουν ας κάμουν και τα χείλη μου·την δέησίν των κλίνε! Μην τ' αρνηθής, κι’ απελπισθούν εκεί οπού πιστεύουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Οι άγιοι ακίνητοι ακούουν τας δεήσεις. ΡΩΜΑΙΟΣ Μείνε ακίνητη και συ, ενώ εγώ θα παίρνω εκείνο που σου δέομαι.

Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατείτο σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιοςτο έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.

Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.

Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.

Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού.

Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκαΠετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.

Αλλ' ανίσως και θελήσης, Όλο τάχα να μ' αφήσης, Άψυχο θα θεωρήσεις, Οπού μέσα θα 'παντήσεις Ζώα έμψυχα εκ φύσης. Χ α ρ α μ α τ ι ά. Το πρώτο μ' όποιος έχει, Τη λύπη δεν κατέχει, Γιατί την κυνηγάι. Κι' από το δεύτερό μου, Πάντοτε το σκοπό μου Ο έξυπνος νογάι. Ακέριαν αν θελήσης, Διά να με γνωρίσης, Μ' ευρίσκεις και συχνά, Ακίνητη ησυχάζω, Κι' ωσάν να σε κυττάζω, Χάσκω παντοτινά.