Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο άλλος φαινότανε σαν πιο ήσυχος: χλωμός με μαύρα μάτια και κάτι φρύδια ψιλογραμμένα και καμαρωτά, με λίγο μαύρο μουστακάκι σα σκιά και τα χείλια πεταχτά και γυρισμένα καταπάνω, συμπαθητικός πολύ. . μα σούτον κι αυτός ένα σιγανό ποτάμι ! Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ’ της Λιόλιας το πρόσωπο, απ’ το ζουμερό κορμί της, απ’ τα καμώματα της όλα. . . . . Κ’ εκείνη ήτον ίδια παπαρούνα μ' ανοιγμέν’ ανθόφυλλα,, απ' τα γέλοια κι απ'τη διασκέδαση, ίδια παπαρούνα φλογόφεγγη που δεν ηξέρει τι κόκκινες λαχτάρες ανάβει γύρω της στα χόρτα του κάμπου -στα ψιλόχορτα του κάμπου τι ανατριχίλες σκορπίζει πύρινες. . Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτη ο κόσμος. . . Τα δέντρα του δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια, ήτονε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλλες απ' τα σερπαντέν μπλεγμένες στα κλαδιά τους λες κ' είχαν τώρα δα σηκωθή απ’ τον ύπνο με τα μαλλιά τους στα χαρτιά για κατσαρά.
Ο είς εξ αυτών ηθέλησε δια να ξύση τον ασβέστη και παράλυσε από το ένα μέρος Κύριε σώσον! έλεγεν η θεια Ελέγκω κ’ η Λιόλια έπεφτε απάνω της μ’ ανατριχίλες κ’ έρριχνε φοβισμένες ματιές στους άσπρους τοίχους. . . Έχει πολύ μεγάλους Αγίους η εκκλησία μας ! είπε ο εκκλησιάρης, με κατάνυξη. . . και μη θαρρήτε πως επειδή δεν φαίνονται κάτω από τον ασβέστη δεν υπάρχουν εδώ εις τον ναόν πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, δεν θέλουν δια να βλέπουν τας κακίας των ανθρώπων και αποστρέφονται από τα όμματα των Βεβήλων του κόσμου. . . Όταν έρχεται λείψανο σεβάσμιο, κανένα γεροντάκι εν αρετή βιώσας καλοσύνες εν ονόματι Κυρίου ή γυναίκα κάνοντας οβολόν της χήρας στους φτωχούς ή που στεφανώνεται καμμιά τίμια κόρη Παρθένος του Χριστού, τότε ο ασβέστης στους τοίχους γίνεται ανάριος-ανάριος και φαίνονται τα μάτια των Αγίων ωσεί αστέρες του στερεώματος και τα χέρια τους ωσάν κρίνα του αγρού που ευλογούν. . και εις τον θρόνον της εν μέσω την χορείαν των Αγίων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων η Υπεραγία ημών Δέσποινα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, λάμπων ωσεί πύργος δυσθεώρητος ευλογεί μαζί με τον γλυκύτατον Χριστόν. . . Του είχαν έρθη τα δάκρυα τον εκκλησιάρη από τη φτερωμένη έξαρση πούδινε στην ψυχή του η αγία Πίστη. . κ’ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα κοκκινογυρισμένα μάτια του με το μανίκι του.
Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν