Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Όταν αναγινώσκω τη βαθεία λύπη επάνω στο μέτωπό του, όταν βλέπω τον τελευταίον, εγκαταλελειμένο ήρωα να κινήται αλλοιωμένος εις τον τάφον, και πώς καταπίνει πάντοτε νέες, αλγεινά φλογερές ηδονές αντικρύζοντας την ακίνητη εμφάνιση των σκιών των αποθαμμένων του, και προσβλέπει την κρύα γη, την υψηλήν κυματίζουσα χλόη και αναφωνεί: Ο οδοιπόρος θα έλθη, θα έλθη, με εγνώρισε στην ομορφιά μου, και θα ρωτήση: Πού είναι ο τραγουδιστής, ο έξοχος υιός του Φιγκάλ; Το πόδι του πατεί τον τάφο μου, και αυτός του κάκου ρωτά για μένα πάνω στη γη. — Ω φίλε! επιθυμούσα σαν ευγενής οπλοφόρος να σύρω το ξίφος, να ελευθερώσω διά μιας τον ηγεμόνα μου από τη σπασμωδική βάσανο της αργοσβυνομένης ζωής, και να στείλω προς τον ελευθερωθέντα ημίθεον την ψυχήν μου.
Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;
Είπε πως έχει μεγάλη αναιμία και να μείνη κάμποσες μέρες στο κρεββάτι ακίνητη ως ναναλάβη. Την εμπόδισεν εδώ και πέρα να κάνη τον παραμικρότερο κόπο κι ούτε και να συγχίζεται.
— Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν αστόχαστα: — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!
Καθόταν εκεί με τις ώρες ακίνητη στη σκιά ενός σκλήθρου, με τα πόδια γυμνά μέσα στο διαφανές, πρασινωπό νερό που χρύσιζε και ενώ με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά πάνω στην άμμο μια μποτίλια, με το άλλο χάιδευε το κολιέ της.
Ακίνητη πλάι στην εξώπορτα, η Νοέμι προσπαθούσε πάντα να ράψει, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το πανί που αντανακλούσε το κόκκινο του ουρανού πάνω από το βουνό. «Τι θέλετε, λοιπόν;» «Θα σας πω. Εσείς τα ξέρετε όλα. Τα παιδιά αγαπιούνται. Εγώ λέω: εάν αγαπιούνται, γιατί να τα εμποδίσουμε; Μήπως δεν αγαπήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν νέες; Ο καιρός όμως περνά, κυρά μου, και το παλικάρι παραξενεύει.
Έτσι όσο ακίνητη ο θεός κρατούσε την αιγίδα, βρίσκανε κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν κατάματα έπειτα θωρώντας τους Αργίτες 320 την τράνταξε, κι' απέ έσκουξε σκουξιά φριχτή μεγάλη, τότες τους νάρκωσε το νου, παράλυσε η καρδιά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν