United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ακριβώς η αναλογία αύτη υπάρχει είς τινας οσμάς και χυμούς. Διότι υπάρχουσιν οσμαί δριμείαι και γλυκείαι και αυστηραί και στρυφναί και λιπαραί, και δύναται τις να είπη ότι αι σαπραί οσμαί αναλογούσι προς τους πικρούς χυμούς. Διά τούτο, όπως δυσκόλως καταπίνει τις τους χυμούς εκείνους, ούτω δυσκόλως αναπνέει τας σαπράς οσμάς.

— 'Σ τα χέρια σου, Θανάση, Αλυσωμένα, θα φανή και θα με μαρτυρήση. — Εδώ... 'ς το στόμα... γρήγορα... φέρε το...πίθωσέ το. Του τώδωκε ο Ομέρπασας. 'Σ τη φλογερή χαρά του Ταρπάζει εκείνος, το φιλεί, δεν το χορταίνει ο Διάκος. Ακόμα τανασπάζεται και κοινωνιά στερνή του Το καταπίνει λαίμαργα, λες κ' ήθελε να σώσητο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι. Πλακόνει ωστόσο κι ο Κιοσές.

Ενθουσιασμένος ο στρατός με τον Κωσταντίνο, και για χάρη του πατέρα του που τους φέρθηκε πιο σπλαχνικά και πιο φιλάνθρωπα από το Διοκλητιανό και τους άλλους, τον εκλέγει Αύγουστο. Μόλις τάκουσε αυτό ο Γαλέριος και διορίζει αμέσως Αύγουστο το Σεβήρο και Πρωτοκαίσαρα το Μαξιμίνο. Το καταπίνει κι αυτό ο καρτερικός Κωσταντίνος και στέργει να μείνη δεύτερος Καίσαρας.

Ας είναι απεκρίθη η Τουρανδότη. «Πες μου ποίον είναι εκείνο το πλάσμα, το οποίον είναι εις κάθε τόπον φίλος όλου του κόσμου, και που δεν ημπορεί να υποφέρη το όμοιόν του»; Βασίλισσά μου, απεκρίθη ο Καλάφ, αφού και εστοχάσθη ολίγον, αυτός είνε ο Ήλιος· βέβαια εφώναξαν με μεγάλην χαράν, και αλαλαγμόν οι Σοφοί, αυτός είνε ο Ήλιος· «Ποία είνε η μητέρα, εξαναείπεν η Τουρανδότη, η οποία αφού και δώσει εις το φως τα παιδιά της, τα καταπίνει όλα οπόταν γένουν μεγάλαΑυτή είνε η θάλασσα, απεκρίθη το βασιλόπουλον επειδή και οι ποταμοί που πηγαίνουν, και αδειάζονται εις την θάλασσαν έχουν την αρχήν τους από αυτήν.

Σαν που ταφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τηνε δένει τη θάλασσα. Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπειρί άνιθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά ταριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παππανικολής την έφερε τη φωτιά.

ΚΑΛΙΜΠ. Αλήθεια· εγώ σ' είδα μέσα στο φεγγάρι, και σε λατρεύω· η κυρά μου μού 'δειξε που ήσουν με το σκυλί σου, και με το βάτο σου. ΣΤΕΦΑΝ. Κόπιασε, ορκίσου απάνου σ' αυτό· φίλησε το βιβλίο· σε λίγο το προικίζω με καινούρια γράμματα· ορκίσου. ΤΡΙΝΚ. Μα τούτο το φως, αυτό είν' ένα κουτό τέρας. Εγώ να το σκιάζωμαι; ένα τιποτένιο τέρας· ο άνθρωπος μέσα στο φεγγάρι; — ένα τέρας, που τα καταπίνει όλα.

Εάν δε εις μερικά μέρη είναι φυσική έλλειψις νερού, από μέσα από την γην η οποία καταπίνει τα βρόχινα νερά και δεν έχει τας απαραιτήτους πηγάς, ας ανοίξη πηγάδι εις το χωράφι του έως εις το στρώμα της αργίλου, και αν εις αυτό το βάθος δεν επιτύχη διόλου νερόν, ας λαμβάνη νερόν από τους γείτονας, όσον είναι απαραίτητον διά τους εργάτας.

Κάθε μέρα κατεβαίνει από τη σπηλιά του και στέκεται σε μια από της πύλες της Πολιτείας. Κανείς δεν μπορεί να μπη, κανείς να βγη, αν δε δώσουν, πρώτα, στο δράκοντα μια τρυφερή κόρη. Κι' όταν την πάρη στα νύχια του την καταπίνει σε λιγώτερη ώρα απ' όση χρειάζεται κανείς για να πη τον πάτερ ημών.