United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακίνητη πλάι στην εξώπορτα, η Νοέμι προσπαθούσε πάντα να ράψει, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το πανί που αντανακλούσε το κόκκινο του ουρανού πάνω από το βουνό. «Τι θέλετε, λοιπόν;» «Θα σας πω. Εσείς τα ξέρετε όλα. Τα παιδιά αγαπιούνται. Εγώ λέω: εάν αγαπιούνται, γιατί να τα εμποδίσουμε; Μήπως δεν αγαπήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν νέες; Ο καιρός όμως περνά, κυρά μου, και το παλικάρι παραξενεύει.

Ο Έφις προσπάθησε να την προσπεράσει, αλλά η γριά άρχισε να μιλάει δυνατά και αναγκάστηκε να σταματήσει για να την ακούσει. «Λοιπόν, τι σου έκανα; Επειδή τα παιδιά αγαπιούνται, εμείς οι γέροι πρέπει να μισούμε ο ένας τον άλλο;» «Βιάζομαι, κυρά Ποτόι.» «Το ξέρω, έχετε φασαρίες στο σπίτι. Δεν φταίω όμως εγώ. Εγώ είμαι η χαμένη σ’ αυτή την περίπτωση.

Τ' αδυνατισμένα πρόσωπά τους γίνονται χλωμά, τα ρούχα τους πέφτουν κυρέλια, ξεσκισμένα από τ' αγκάθια. Αγαπιούνται όμως. Δεν υποφέρουν. Μια μέρα, καθώς περνούσαν τα μεγάλα απάτητα δάση, έφθασαν κατά τύχη στο ερημητήριο του αδελφού Ογκρίν. Στον ήλιο, σ' ένα ελαφρό δάσος ιτιών, κοντά στο εκκλησάκι του, ο σεβαστός γέρως στηριγμένος στο δεκανίκι του, πήγαινε με μικρά βήματα.

Τι θέλετε να πήτε, άρχοντα Τριστάνε; Όχι, ο Βασιληάς και κύριος μου, ποτέ δεν θα φανταζότανε μόνος του τέτοια ατιμία. Αλλά οι προδότες αυτού του τόπου τον έκαναν να πιστέψη το ψέμμα, γιατί είναι εύκολο να ξεγελιούνται η τίμιες καρδιές. Αγαπιούνται, του είπαν, και οι προδότες του το παράστησαν ως έγκλημα.

Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας. Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.

Και το λυπούμαι πολύ, γιατί τόσο έρωτα πάλε νάχη μέσα του κανείς για τη δημοτική και τόσο να πολεμά εκείνους που τη γράφουνε, μου έρχεται σαν κάπως δυσκολοπίστεφτο. Ως τώρα κατάλαβα πως σαν είναι δυο που αγαπούνε κατάκαρδα την ίδια ιδέα, στο τέλος αγαπιούνται κι αφτοί, τουλάχιστο δε μαλλώνουν. Εμάς, ο κ Σωτηριάδης μας κάνει πια σκουπίδια. Πολύ πιο έφκολα μπορεί τότε και χτυπά τους δημοτικούς.

Η γριά σήκωσε εκνευρισμένη το κεφάλι και ο λαιμός της, όλο νεύρα, φάνηκε να μακραίνει περισσότερο από το συνηθισμένο. «Και μήπως στο σπίτι μου έρχεται για ερωτοδουλειές; Όχι, είναι τίμιο παλικάρι. Ούτε το χέρι δεν αγγίζει της Γκριζέντα. Αγαπιούνται σαν καλοί χριστιανοί που περιμένουν να παντρευτούν. Μίλησέ μου με τη συνείδησή σου, Έφις, τι σκοπό έχει; Κάνε μου αυτή τη χάρη.