United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι είναι ντροπής ν' ακούσουνε αφτό και τα παιδιά μας, έτσι άδικα τέτιος λαός των Αχαιών και τόσος 120 να πολεμά ανωφέλεφτο σεφέρι με μια χούφτα μονάχα οχτρούς, κι' άκρη καμιά δε φάνηκε ως στα τώρα.

Σωκράτης Ακόμη δεν ετελείωσα· και ότι σοβαρώς διά να σε πείσω συνέτασσον εγκώμιον του όνου, αποκαλών αυτόν ίππον και λέγων περί αυτού, ότι είναι ζώον ανεκτίμητον διά να το έχη κανείς εις την πατρίδα του και έξω εις τον πόλεμον, και χρήσιμον ώστε να πολεμά κανείς απ' αυτού, και δυνατόν να μεταφέρη προσέτι σκεύη και ωφέλιμον εις άλλας πολλάς εργασίας.... Φαίδρος Γελοιωδέστατον πλέον θα ήτο αυτό.

Και το λυπούμαι πολύ, γιατί τόσο έρωτα πάλε νάχη μέσα του κανείς για τη δημοτική και τόσο να πολεμά εκείνους που τη γράφουνε, μου έρχεται σαν κάπως δυσκολοπίστεφτο. Ως τώρα κατάλαβα πως σαν είναι δυο που αγαπούνε κατάκαρδα την ίδια ιδέα, στο τέλος αγαπιούνται κι αφτοί, τουλάχιστο δε μαλλώνουν. Εμάς, ο κ Σωτηριάδης μας κάνει πια σκουπίδια. Πολύ πιο έφκολα μπορεί τότε και χτυπά τους δημοτικούς.

Έχετε δίκιο! όλο ΝαιΜε τα σωστά του να φιλονικήση κανείς για τέτοια πράματα, να μιλήση σοβαρά, είναι αδύνατο· χάνει άδικα την ώρα του. Θυμούμαι το λόγο του Σπανέα· πρέπει, λέει, ένας φρόνιμος άθρωπος μόνο με τους φρόνιμους να πολεμά, με τους φρόνιμους ο πόλεμος βαστά ένα μερόνυχτο, Του δε ζαβού και πελελού χρόνονκαι πάλιν άρχει .

Ποιος να σου τώλεγε πως θα σε κόψη Το χέρι πώμαθες να πολεμά;» »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, και κύτταξέ με Φάγε μ' εμένανε λίγο ψωμί. Φόρεσε τάρματα, χαιρέτησέ με Ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ήρθ' η αυγή.» »Εσύ επρωτόδινες ψηλάτο βράχο Το καλημέρισματον αητό, συ πρώτος έδειχνεςεμέ, 'ς το Ζάχο Το γλυκοχάραμματον ουρανό

Διότι ο στρατός μας δεν στέκεται να πολεμά, όταν συρθούν τα πλοία, αλλά θα γίνη πλειο δειλός, τη μάχη θε ναφήση. Κ' η συμβουλή σου συμφορά θα φέρη. Τι είναι τούτα; Αυτά λοιπόν τα εγνώριζε και εκείνος, ότι δηλαδή είναι κακόν πράγμα να ευρίσκωνται εις την θάλασσαν εμπρός εις τα βλέμματά των τριήρεις την ώραν που πολεμούν.

Κι η βροχή τους συνεπήρε, και τους σκέπασε σε λίγο απ' τα μάτια μου τους δυστυχισμένους αυτούς β ι ο π α λ α ι σ τ ά ς των βουνών που δεν τους πολεμά η Ζωή μονάχα, αλλά κι αυτή η Φύση. Ο ήλιος που βασιλεύει τόσο όμορφα τις χινοπωρινές βραδιές, κρύβουνταν στα βουνά με μια απέραντη τριανταφυλλένια αναλαμπή.

Και τι μας γνοιάζει με ποιαν ηδονή πολεμά η ζωή να φέρη κανένα σε πειρασμό ή με τι πόνο γυρεύει να κολοβώση και ν' αφανίση την ψυχή κανενός, αν στη θέα της ζωής εκείνων που ποτέ δεν υπήρξαν βρήκε κανείς ταληθινό μυστικό της χαράς κ' έχυσε δάκρυα στο θάνατο εκείνων που, όπως η Cordelia κ' η κόρη του Brabantio, δεν μπορεί ποτέ να πεθάνουν; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Στάσου μια στιγμή.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω, και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών. Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου; Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα, γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης; Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός!

Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβιαΕίπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, 345 και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.