United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αμαξάς έβγαλε τα γκέμια των άλογων τα πότησε μ' ένα τενεκεδένιο κουβά, τους ξανάβαλε τα γκέμια, και φώναξε: — Έτοιμος είμαι! Ο Άγγλος έσφιξε τότε τα χέρια του αντρόγυνου, έβγαλε γελαστός την κάσκα του, χαιρέτησε κι ανέβηκε στη σούστα.

Μονάχα ο νιός τραβήχτηκε μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, και βγήκε προς την πόρτα κάπως ανήσυχος. Ο υπενωμοτάρχης ενώ ροφούσε το κρασί του είχε κολλήση τα μάτια του κατ' απάνω του φλογερά, και φαίνουνταν σαν κάτι να γύρευε να θυμηθή καλά, σαν κάτι να ξεκαθαρίση στο μυαλό του. Ο νιος βγαίνοντας έξω έρριξε μια ματιά προς τους στρατιώτες, τους χαιρέτησε κ' έκαμε να τραβήξη το δρόμο του.

Ο Τριστάνος της χαιρέτησε, αντιχαιρέτισαν εκείνες, κ' έπειτα οι δυο ιππότες κάθησαν δίπλα τους. Ο Καερδέν δείχνοντας τ' ωραίο τούλι που κεντούσε η μητέρα του: «Κυττάχτε, είπε, ωραίε φίλε Τριστάνε, τι εργάτισα είναι η μητέρα μου. Πώς ξέρει θαυμάσια να στολίζη τα πετραχείλια και τ' άμφια, για να τα χαρίζη στα φτωχά μοναστήρια.

Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης καθώς είδε τον Κιουταχή μπροστά του. Έβαλε το χέριτο σπαθί κ' είπετο Χρηστίδη. — Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμμιά μπαμπεσά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι' ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε, καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε κι' ο Κιουταχής με το κεφάλι, αγέρωχος, και μίλησε πρώτος Αρβανίτικα·

Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.

Τι λύπη ! τι λύπη ! Κ' η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι που καθόταν κ' έραβε και τονέ χαιρέτησε μ' ένα βυσσινύ χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το μέτωπό της.

Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα. Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.

Ο ίδιος ο Σύλλας δεν είταν ακόμα κατεβασμένος στην Ελλάδα, όταν άραζε στον Πειραιά ο Αρχέλαος. Κάποιος άλλος όμως Ρωμαίος αντάμωσε το στρατηγό του Μιθριδάτη στη Βοιωτία, και κει τονέ χαιρέτησε με τρόπο που γλήγορα βρέθηκε πάλε στον Πειραιά. Τέλος ήρθε κι ο Σύλλας. Όσες πολιτείες βοηθούσαν ως τα τώρα τους Μιθριδατινούς, άλλαξαν αμέσως πολιτική και πήγανε με το Σύλλα.

Νά σου άξαφνα ο Μίμης που κατεβαίνει τις ασκάλες. Του φωνάζουν οι φίλοι του Νίκου, πούτον και δικοί του, να τον κεράσουνε-γιατί δεν τόξεραν πως ήταν ψυχραμένοι με το Νίκο. Χαιρέτησε ο Μίμης κ’ ήρθε κ’ έκατσε. Ο Νίκος τον πήρε αψήφιστα το χαιρετισμό.

Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.