United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα καθώς κι άλλου είπαμε, κάστρα και τοίχοι δίχως στρατιώτες δεν είναι μεγάλη διαφέντεψη. Κ' οι στρατοί έλειπαν πάντα στα ξένα. Εκείνα μονάχα τα χτίρια πρέπει να κόστισαν αμέτρητους θησαυρούς. Να ταριθμήσουμε ένα προς ένα και δύσκολο και άσκοπο. Δυο λόγια μας σώνουνε. Είχε κι από τα πριν ο Δούναβης και προπύργια και κάστρα. Μονοπύργια τάλεγαν.

Όλ' αυτά τι άλλο σημαίνουν παρά πως ταψηφούσε ο Ιουστινιανός τα βορεινά εκείνα κοπάδια και το πολύ έστελνε μερικούς του στρατιώτες να τους σκορπίζουν. Τόσο αχαμνά τους είχε μελετημένους τρεις τέσσερεις αιώνες! Δεν άργησε όμως να τα νοιώση τα ολέθρια αποτελέσματα της πολιτικής του όταν τέλος πάντων ο Ούνος ο Ζαβεργάτης πέρασε παγωμένο το Δούναβη στα 559 με πλήθος δικούς του, καβάλλα όλους.

Τότες είναι που ο Χρυσόστομος πήγε και στάθηκε ανάμεσα στο λαφιασμένο Ευνούχο και στους αγριεμένους στρατιώτες που αγωνιζόντανε να τονέ σύρουν από τάσυλό του, Σαββάτο μέρα· και την αυριανή είχε λειτουργία και διδαχή του ξακουσμένου ρήτορα.

Όμως, ξαφνικά θε ν' αρπαχτούμε την ημέρα την εσχάτη κι' ίσαμε να κλείση ανθρώπου μάτι, άυλα τα κορμιά σας θα βρεθούνε· οι Πιστοί θα τυλιχτούνε μέσ' στα σύννεφα, και εις τους ουρανούς ωσάν τους ταξειδιάρικους τους γερανούς κοπάδι θε να τρέχωμε, για να προϋπαντήσωμε με ψαλμωδίες τον Κριτή. Σπρώξτε την απ' εδώ. . . Οι Στρατιώτες σπρώχνουν την Προφήτισσα και την βγάζουν από κει πούρθε.

Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο... Ένα παραμύθι. Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα.

Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν.

Στην άκρη του κήπου, μες τις χλωρασιές σκαρισμένοι, σαν τους σαλήγγαρους στα πρωτοβρόχια, κιτρινιάρηδες και χλωμοί, κακοπρόσωποι και μισόμποροι, παραλυμένοι από τις καθελογήτικες αρρώστιες τους, εκάθονταν απάνω στα ξύλινα παλιόσκαμνα κ' ελιάζονταν στον καφτερόν τον ήλιο με αναγάλλιαση πολλή, οι άρρωστοι στρατιώτες. Στις στρατώνες μπροστά, ακόμα να τελειώσουν προσκλητήριο.

Του κάκου παρακαλούν οι πιστοί τον Ιεράρχη να φύγη και να σωθή. Μήτε σάλευε από το θρόνο του ο ηρωικός ο Αθανάσιος, όσο έβλεπε και κιντύνευαν ακόμα ορθόδοξοι γύρω του. Και μόνο σανέ γλύτωσαν όλοι, αποφάσισε και πέρασε από τα μανιασμένα τα στίφη και χώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Γλίστρησε, λέγουν, και σαν έπεσε, πατήθηκε από τους στρατιώτες.

Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του. — Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε. — Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία. — Άστα, άστα... Ξέρω γω τι σου λέω.

Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός , κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε.