United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο μακρυνό βασίλειο της Ανατολής, θυμωμένος ο ξένος βασιλιάς για την προσβολή που γίνηκε στη θυγατέρα του, θυμήθηκε τις παλιές του έχθρες κ' έστειλε, με δυνατές αρμάδες, μυριάδες ασκέρι να πολεμήσουν τον εχθρό του. Όλ' η χώρα σηκώθηκε στο ποδάρι, να διαφεντέψη την πατρίδα. Από αμούστακο παιδί ως ασπρομάλλη γέρο ζωστήκανε όλοι τάρματα και ξεκίνησαν στα σύνορα.

Και ξώφρενα έτσι στα περήφαν’ άρματά του κοντά στου ποταμού τις όχθες ξεφωνίζει διψώντας πόλεμο, σαν το άτι που απ’ τη ζώρη λεχομανάει των γκεμιώ κι όταν ακούγει το κράξιμο της σάλπιγγας ανατρανίζει. Ποιόν κατ’ αυτό θα τάξης; ποιος, σαν ανοιχτούνε του Προίτου οι πόρτες, άξιος να τις διαφεντέψη;

Είχε τον αφτοκράτορα προστάτη. Τέτοιο πράμα μόνο σε πρωτέβουσα θα το διήτε· σαν το Φραγκίσκο τον Α στη Γαλλία, πάντα ένας φρόνιμος βασιλέας, με κεφάλι πολιτικό και με νου, θα διαφεντέψη και θα προστατέψη την κοινή, την εθνική τη γλώσσα του λαού, γιατί απάνω στο λαό στηρίζεται κι ο ίδιος. Ο Σπανέας στο ποίημα του μετάφραζε τον Ισοκράτη.

Και τότες, που έπρεπε ο Γρηγόριος, αν είχε του Αθανασίου ή του Βασιλείου το χαρακτήρα, να μείνη σταθερός κι ακλόνιστος και να διαφεντέψη τη φιλανθρωπική εντολή της θρησκείας, άρχισε σταλήθεια να βαριεστίζη και να κλονίζεται και να λαχταρή την ποιητική τη γαλήνη, που πάντα τηνέ ζητούσε άμα του φαίνουνταν ανυπόφερτος πια ο κόσμος!

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Πώς έγινε η Ελλάδα μεγάλη στα χρόνια τα παλιά; Τάχα μήπως με τι δύναμη νίκησε στους μηδικούς πολέμους; Νίκησε τάχα με τα όπλα ή με τα έργα που είχε βγάλει και που έβγαζε ο νους της; Εγώ νομίζω πως ο Λεωνίδας, όταν πάλαιβε στις Θερμοπύλες, πάλαιβε για την Ιλιάδα, πάλαιβε για να διαφεντέψη τους αρχαίους μας τους ραψωδούς· εγώ νομίζω πως οι δικοί μας, όταν πάλαιβε το Μεσολόγγι, πάλαιβαν και κείνοι για τα τραγούδια του λαού μας, που τα τραγουδούσαν τότες τα βουνά.

Μα καθώς κι άλλου είπαμε, κάστρα και τοίχοι δίχως στρατιώτες δεν είναι μεγάλη διαφέντεψη. Κ' οι στρατοί έλειπαν πάντα στα ξένα. Εκείνα μονάχα τα χτίρια πρέπει να κόστισαν αμέτρητους θησαυρούς. Να ταριθμήσουμε ένα προς ένα και δύσκολο και άσκοπο. Δυο λόγια μας σώνουνε. Είχε κι από τα πριν ο Δούναβης και προπύργια και κάστρα. Μονοπύργια τάλεγαν.

Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθειά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλήθεια &Ρωμαίικα&, ίσως και το χωρέση ο νους της, και το χαρής και συ που βρέθηκ' ένας να σε διαφεντέψη της προκοπής, ύστερ' από τόσων αιώνων συκοφαντία.

Ύστερα ξαναμπήκε στην Πόλη κ' είπε του Αρκαδίου πως τον καθησύχασε· η αλήθεια όμως είναι πως για να τον ξεκάμη, τον κατάπεισε να ξεκινήση κατά την Ελλάδα, που ως εκατό χρόνους μένοντας απείραγη από ξένους, είχε πιώτερα πλούτη για κούρσεμα. Από την άλλη μεριά μην έχοντας, καθώς ξέρουμε, το στρατό του ο Αρκάδιος, στέλνει μήνυμα του Στηλίχωνα να πάρη το στρατό και να κατέβη να διαφεντέψη το Κράτος.

Τους έψηνε τους πλούσιους τω μερών εκείνων και μάλιστα τους Εθνικούς. Μήτε ναό τους αφήκε ακούρσευτο, μήτε ιερέα τους ήσυχο. Ζώντας ακόμα ο Κωστάντιος, σηκώθηκε ο λαός και τον έδιωξε, κ' έγινε ανάγκη να βγη ο στρατός και να τονέ διαφεντέψη. Όταν όμως ανέβηκε ο Ιουλιανός στα 361, έρχεται αμέσως βασιλικό διάταγμα που σταλήθεια τον ξεθρόνιζε.