United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς.

Η εποχή αυτή είταν η μόνη που μπορούσε να χαθή πραγματικά η ευτυχία μας και νομίζω πως κ' οι δυο είχαμε σε μεγάλο βαθμό το συναίστημα πως κάποιες βαρειές δύναμες παίζανε με τη ζωή μας. Πέρασε μια μέρα ολάκερη χωρίς ναλλάξουμε λέξη αναμεταξύ μας. Το βράδι όμως, που θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλάψαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε.

Φθάνοντας η ημέρα, και βλέποντες που εμείς έτσι ολίγοι τους εναντιωθήκαμεν όλην την νύκτα με εκείνον τον τρόπον, από την εντροπήν τους εδίπλωσαν τες δύναμές τους εις τρόπον που επολέμησαν με ημάς ωσάν απελπισμένοι. Τέλος πάντων επαραδοθήκαμεν καταδαμασμένοι από τον αριθμόν τους.

Από δω κι' από κει χτυπούσαν οι σφύρες στ' αμόνι του μηχανουργείου του θωρηκτού, ή άλλες σφύρες που καθαρίζανε τις σκουριές από τη χοντρή αλυσίδα της άγκυρας.. Σιγά-σιγά και ασυναίσθητα ο Ρένας από τη γενική βοή άρχισε να ξεχωρίζει τις ιδιαίτερες νότες. Ολόκληρη ορχήστρα φυσικές και τεχνητές δύναμες που φανερώνανε την ύπαρξη της ενέργειας τους μ' αλλοιώτικο η κάθε μία ήχο.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Αισιόδοξη, πιστεύει προς στιγμή πως θα μπορούσε να τα βολέψη με τη μητέρα Μεμιδώφ και να γιομίση με την αρμονία της το σπίτι του άντρα της· και δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να ξαπολύση ίσα καταπάνου της όλες τις δύναμες της ξιπασμένης και πανούργας φαμελιάς.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν· η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης άνδρα ως εμένα τρυφερόν

Είμαστε όλοι ένα σύνολο γι' αυτή κι από αυτού πήγαζε ο πόνος της· αιστανότανε πως δε θα μπορούσε να φιλιώση ποτέ τις αντίμαχες δύναμες, που παλεύανε για την ψυχή της. Τα έβλεπα όλα αυτά. Τα έβλεπα όλον τον καιρό που βάσταξε ένα ταξίδι, που σχεδόν τη βίασα να κάμουμε, για να τη φέρω έξω στον ήλιο και στη θάλασσα και να της δώσω νέες εντύπωσες από τη ζωή. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτό το ταξίδι.

Εσταμάτησαν το λοιπόν εις αυτόν τον τόπον δύο τρεις ημέρες διά να ξεκουρασθούν και να λάβουν τες δύναμές τους, και, αφού εξεκουράσθηκαν καλά, εκίνησαν προς την πεδιάδα, ελπίζοντες ότι εκείνη θα τους φέρη εις κανένα τόπον κατοικημένον.

Ο Χάνης όντας γηραλέος άρχιζε να γροικά ότι οι δύναμές του ωλιγόστευαν· η Βασίλισσα αποσταμένη και αυτή από την στράταν και από την πείναν, δεν ημπορούσε πλέον να κινηθή, ώστε που ο Καλάφ, με όλον που και αυτός θα ήτον ομοίως αποσταμένος, τους έφερνεν επάνω εις τους ώμους του, πότε τον ένα και πότε τον άλλον, διά να τους δώση κομμάτι άνεσιν.