United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζήτησε ο Ιουλιανός να τα βολέψη με τον Κωστάντιο, μα του κάκου. Έβραζε ο Κωστάντιος από την οργή του· είταν αποθαμμένη τώρα κ' η Ευσεβία. Άλλο λοιπό δεν τούμνησκε του Ιουλιανού παρά να πάρη το στρατό και, να κατέβη να πολεμήση τον Κωστάντιο, κι αυτό έκαμε. Για καλή του όμως τύχη πεθαίνει στο μεταξύ ο Κωστάντιος, κι αναγνωρίζεται τότες ο Ιουλιανός Βασιλέας απ' όλο το Κράτος .

Όταν ήρτεν η δική μου σειρά μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με βολέψη καλλίτερα εις τας Αθήνας. Εγώ θα προτιμούσα τη Σύρρα, όπου με ήξεραν όλοι, μ' εθάμπωνεν όμως η ανωτέρα θέσι και τα γαλόνια του λοχία. Από την άλλη μέρα ήρχισα να τρέχω για να ξεκάμω το κτήμα, τ' ορνιθαριό, τα γίδια και τα γουρούνια μου.

Έμενεν η μία των θυγατέρων, συνήθως η μικροτέρα, εις την οικίαν παρά τω γέροντι «να σαρώση, να βολέψη το σπίτι, να ζυμώση, να μαγειρεύση» να περιποιηθή τον ασθενή πατέρα, αι δ' άλλαι ηκολούθουν την μητέρα. Ούτω δυνάμεθα να είπωμεν ότι τα κορίτσια αυτά εν τη εξοχή ανετράφησαν. Διά τούτο έφερον εις το πρόσωπόν των την δροσερότητα των δασών και εις την κόμην των το χρυσούν του αστάχυος χρώμα.

Αισιόδοξη, πιστεύει προς στιγμή πως θα μπορούσε να τα βολέψη με τη μητέρα Μεμιδώφ και να γιομίση με την αρμονία της το σπίτι του άντρα της· και δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να ξαπολύση ίσα καταπάνου της όλες τις δύναμες της ξιπασμένης και πανούργας φαμελιάς.

Μα τουρκιάς καιρός τότε, σου λέει ο άλλος. Δεν ήταν τρόπος νάβρη ο ραγιάς καταφύγι. Και δεν ήταν πρεπειό για τον Τούρκο, να τα βολέψη ο μαβρο-χριστιανός, και νάβρη σύντρεξη και νάβρη παρηγοριά και παραθάρι· να καψογύρη ναλαφρώση τον πικρόν πόνο του. Οι καταδότες δεν απολείπουν πάντα από τον κοσμάκη, οπού λες. Κι από τα πολλά κάποιο ρεμένο στόμα πάει και το προδόνει!

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Πες του τού πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβη στο «τσαρσί» αύριο, μόνο να σ' αφήση εσένα να του πουλήσης τα τσίτια του, και θ' ανατριχιάση η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψη ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψη, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το &έχει& του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάη λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται!