United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοσο που παντού διωγμένοι Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διό αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε, Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· Μια φορά καν ας χαθούμε.

Κι' ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη Τον καπετάνιο καρτερώ τόσαις βραδειαίς κι' αυγούλαις, Πότε να τον ιδώ γερός ν' αφήση τα λημέρια, Ναρθή 'ςτό σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα! Ανάμεσα τρεις ποταμιαίς και πέντε κορφοβούνια Πύργος διπλοθεμέλειωτος και μαρμαροχτισμένος, Και μέσα κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβους, Κι' όλο αρμαθιάζει το φλουριά και τα μαργαριτάρια.

Σκυθρωποί δεν θέλω σαν κι' εκείνους νάστε που δεν έχουνε ελπίδα. Να θυμάστε πάντα τούτο που σας λέγω. Δεν γίνεται να κοιμηθούμε όλοι.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.

Η εποχή αυτή είταν η μόνη που μπορούσε να χαθή πραγματικά η ευτυχία μας και νομίζω πως κ' οι δυο είχαμε σε μεγάλο βαθμό το συναίστημα πως κάποιες βαρειές δύναμες παίζανε με τη ζωή μας. Πέρασε μια μέρα ολάκερη χωρίς ναλλάξουμε λέξη αναμεταξύ μας. Το βράδι όμως, που θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλάψαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε.

Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 «Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδητο σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».

Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;

Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας. — Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι. Ουδεμία απάντησις. Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.

Ανοίγει τα μάτια του χαμογελώντας και ξαφνισμένος και καλός, ψιθυρίζει: — Μπα! με πήρε ο ύπνος· πέρασε η ώρα. Πάμε να κοιμηθούμε...

Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!