Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Του Ιουλίου Καίσαρος· έπεσα φονευμένος εις το Καπι- τώλιον· μ' εφόνευσεν ο Ιούνιος Βρούτος. ΑΜΛΕΤΟΣ Με συγχωρείς· αφού σ' έφαγεν ο Ιούνιος, δεν ήσουν Ιούλιος, ήσουν Μάιος. — Είν' έτοιμοι οι ηθοποιοί; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Έτοιμοι, Κύριέ μου· περιμένουν την άδειάν σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλα εδώ, αγαπητέ μου Αμλέτε· κάθισε σιμά μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, καλή μητέρα· υπάρχει εδώ πέρα δυνατώτερος μα- γνήτης.
Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.
Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γη — ξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!
— Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.
Έδειχναν όμως ακόμα πως πέρασε πολλές συφορές κ' ήπιε πολλά φαρμάκια. — Πάλε θυμωμένος είσαι; ερώτησε συμπαθητικά το γιο της. — Όχι, μητέρα· δεν είμαι θυμωμένος· είπε ο Αριστόδημος, βιάζοντας τον εαυτό του να χαμογελάση. Να, για το γιόκα σου έλεγα· δε μπορεί να ησυχάση καθόλου. Όλο παιγνίδια και τρεχάματα.
Όταν μου διηγήται για την αγαθή του μητέρα· πώς επί της κλίνης του θανάτου παρέδωκεν εις την Καρολίναν το σπίτι της και τα τέκνα της, και του εσύστησε την Καρολίναν• πώς από τον καιρό εκείνο ένα όλως διόλου άλλο πνεύμα εμψύχωσε την Καρολίναν· πώς αυτή ως προς την φροντίδα του νοικοκυριού της και ως προς την σοβαρότητα έγεινεν αληθινή μητέρα· πώς καμμίαν στιγμήν του καιρού της δεν επέρασε χωρίς ενεργόν αγάπην, χωρίς εργασίαν και όμως η φαιδρότης της, η ευθυμία της ποτέ δεν την άφησαν, — Περιπατώ πλησίον του, και μαζεύω άνθη στο δρόμο· τα συμπλέκω με πολλήν προσοχήν εις ανθοδέσμην, — και τα ρίπτω εις το ποτάμι, που τρέχει δίπλα, και τα παρακολουθώ με το βλέμμα πώς ήρεμα κατέρχονται. — Δεν ηξεύρω αν σου έγραψα ότι ο Αλβέρτος θα μένη εδώ και θα λάβη μίαν θέση με καλό μισθό από την Αυλήν, όπου αγαπάται πολύ.
Εν τοσούτω από τινος οι κακόγλωσσοι διετείνοντο ότι η προβαίνουσα ηλικία της θυγατρός είχεν αρχίσει να ενοχλή την μητέρα· και από δύο ήδη ετών το Μαρούλι είχε σταματήσει εις τα δεκαοκτώ, διά να δύναται και η χήρα να λέγη ότι δεν είχε πατήσει ακόμη τα σαράντα.
Εγώ και οι δύο εκείνες σκύλλες είμεθα αδελφές από τον αυτόν πατέρα και μητέρα· και πώς μετεμορφώθησαν εις τέτοια ακάθαρτα ζώα, η συνέχεια της ιστορίας θέλει το φανερώσει· οι δύο αυτές νέες που είνε εδώ παρούσαι και συγκατοικούν μαζί μου, είνε και αυτές αδελφές μου από τον αυτόν πατέρα, αλλά από άλλην μητέρα· και διατί το στήθος της Αμηνάς είνε πληγωμένον, η κατά μέρος ιστορία της θέλει το φανερώσει.
Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!
Είναι της φύσεως η Γη και τάφος και μητέρα· γίνονται μνήμα νεκρικόν οι μητρικοί της κόλποι· και τα παιδιά των σπλάγχνων της, τα ιδικά μας χέρια τα κόπτουν εις τα στήθη της, όπου ζωήν βυζάνουν. Χάραις εξαίρεταις πολλαίς έχουν πολλά παιδιά της, καθένα χάριν χωριστήν, κανένα χωρίς χάριν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν