United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκύλοι κοιμούνται στους δρόμους, σκύλους βλέπω στα πόδια μου μπροστά, και είναι μερικοί άσπροι και οι περισσότεροι κιτρινωποί. Και κάθε τόσο παραμερίζω για να τους αφήσω να κοιμηθούν. Οι Τούρκοι νοιώθουν τα ερείπια και τη σχέση τους με τη ζωή. Στους τοίχους τους αρχαίους, τους βυζαντινούς, ακουμπούν τα σπίτια τους, κι απάνω στους πύργους αφήνουν να φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα.

Σαν πόσες χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια νάφεγγες έτσι στον κόσμο, άγνωστο, αθώρητο, αθάμαστο! Άφινε τις στεριές να κοιμούνται. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! άφινέ το τό χωριό από πίσω· γλυκοκοιμούνται οι καλοί πατριώτες του. Κι αν κανένας τους αγρυπνάει, από την πολλή τη συλλογή δεν είναι. Να τρελλαθή από συλλογές σκοπό το χωριό μας δεν έχει. Έχει το νου του αναπαμένο.

Ο θάνατος να πάρη.... Τι μου τον έβαλαν εκεί; Αυτό με πείθει ότι μου κρύπτονται εξεπίτηδες κ' εκείνη και ο δούκας! — Τον άνθρωπόν μου δότε μου! — Πήγαιν' ευθύςτον δούκα κ' εις την γυναίκα του, κ' ειπέ έξω εδώ να έλθουν να τους ιδώ. Τώρα ευθύς να έλθουν να μ' ακούσουν! Ειδέ, πηγαίνω και βροντώτην θύραν 'πού κοιμούνται, ως 'που να γίνη θάνατος ο ύπνος και των δύο!

Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται.

Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.

Διότι φαίνεται ότι προ πάντων εις τον ύπνον ενεργεί το μέρος αυτό και αυτή η δύναμις, και επομένως ο αγαθός και ο κακός πολύ ολίγον διακρίνονται όταν κοιμούνται, και δι' αυτό λέγουν ότι εις το ήμισυ της ζωής δεν έχουν διαφοράν οι ευτυχείς από τους δυστυχείς. Τούτο δε συμβαίνει ευλόγως.

Όταν είδεν αυτό ο Δάφνης, αφίνοντας καταγίς το σουραύλι, την εκοίταζεν αχόρταγα από πάνω ως κάτου, επειδή δεν ντρέπονταν καθόλου τότε, και συνάμα σιγομιλούσε μονάχος του: — Πώς κοιμούνται τα μάτια της· πώς μοσκοβολάει το στόμα της· μήτε τα μήλα έτσι, μήτε τα θυμάρια.

Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ.

Και περί υιού δε και θυγατρός ο ίδιος άγραφος νόμος υπάρχει, και όσον το δυνατόν ασφαλέστατα προφυλάττει να μη κοιμούνται μαζί, ούτε φανερά ούτε κρυφίως, ή με κανένα άλλον τρόπον να εγγίζουν ερωτικώς αυτούς. Ακόμη δε ουδέ επιθυμία της τοιαύτης συνευρέσεως εισέρχεται διόλου εις τον νουν των περισσοτέρων. Λέγεις την αλήθειαν. Λοιπόν και μόνον μία λέξις δεν καταπαύει όλας αυτάς τας ηδονάς;

Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.