United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Ποτέ ίσως η ποίησις δεν έπλασε ένα χαρακτήρα τόσο βαθύν και υψηλόν, όσον είναι εκείνος του Πρόσπερου· ενώ εις την ψυχή του δεν κοιμούνται, αλλά μάλιστα ευρίσκονται εις όλην την ενέργειάν τους τανθρώπινα πάθη, αυτά υποτάσσονται όλα εις τον λόγον, και από τούτον τον θρίαμβον του λόγου πηγάζει μία πράξη, η οποία μετέχει της θείας δυνάμεως και μακροθυμίας.

Και κατά την συνήθειαν την παλαιάν μας τότε , θα σ' εξαπλώσουν νεκρικά και λαμπροστολισμένην, και θα σε φέρουν ανοικτήν ‘ς το ξυλοκράββατόν σου ‘ς τον τάφον, όπου οι νεκροί του γένους σου κοιμούνται.

Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό. Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας.

Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!

Τους είδε να κοιμούνται, τους ανεγνώρισε, και τρομαγμένος μην ξυπνήση ξαφνικά ο Τριστάνος, τώβαλε στα πόδια. Έφυγε μέχρι το Τινταγκέλ, δυο λεύγες μακρυά, ανέβη τα σκαλιά της Βασιλικής σάλλας και ηύρε το Βασιληά που προήδρευε σε κάποια δίκη, στη μέση των συναθρισμένων υποτελών του.

Διά τούτο, καθώς οι κυβερνήται των πλοίων, στέκομαι όρθιος και μόνος εις την πρύμνην και κρατώ το πηδάλιον, και οι μεν άλλοι επιβάται διασκεδάζουν και άμα νυστάξουν κοιμούνται, εγώ δε άγρυπνος και νηστικός σκέπτομαι και φροντίζω δι' όλους και ως μόνην αμοιβήν και απόλαυσιν έχω την τιμήν ότι θεωρούμαι κύριος.

Την ώρα που γλυκοσβυούν τα χρώματα και πεθαίνουν οι μορφές της ζωής, η Πεντάμορφη ντύνεται με το μαγνάδι της σιγαλιάς και κατεβαίνει στο μεγάλο περιβόλι. Τα λουλούδια ανατριχιάζουν τριγύρω της, το σκοτάδι την αγκαλιάζει γλυκά και οι πεταλούδες έρχονται και κοιμούνται μέσα στα ξανθά της τα μαλλιά.

Σε ποιο μέρος; — Σε μια καλύβα, στο Μορουά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Έλα γρήγορα, αν θέλης να πάρης εκδίκησι. — Πήγαινε να με περιμένης στην είσοδο του δάσους, κοντά στον Κόκκινο σταυρό. Μην πης μιλιά σε κανένα για ό,τι είδες. Θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι, όσο θέλης. Ο δασοφύλακας πηγαίνει και κάθεται κάτω από τον Κόκκινο Σταυρό. Καταραμένος νάναι ο σπιούνος!

Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους! Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα.