Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
. . Και δεν είδε πια τίποτ'άλλο η Λιόλια γύρω της, ούτε τις μυρσίνες πούτανε στολισμένα τα κάδρα του Βασιλέα και της Βασίλισσας, του Διαδόχου και της Σοφίας, ούτε τις μικρές σημαίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι σε σκοινιά τεντωμένα, ούτε τα ζευγάρια, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι μαζί, που χόρευαν την πόλκα, άλλοι στρωτή γερμανικά, άλλοι πηδηχτή γαλλικά, κι όλοι με τόσο πάθος και χτυπώντας απ' την πολυκοσμία τις πλάτες ο ένας απάνω στον άλλονα σαν ξαπολυμένες βάρκες σ' ανεμόδαρτο λιμάνι. . . Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ' είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν. . και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή -όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες. . . Πώς χόρευ' η Λιόλια με το Νίκο !. . . . . Σαν κάνανε εκείνα τα λίγα βήματα «φεν-ντε-σιεκλ» στις στροφές, εκεί που γώνιαζε η σάλα, έπεφταν κ’ οι δυο μπροστά μ' όλο τους το κορμί, με τα κεφάλια κάτω, σα να θέλανε να γκρεμιστούνε χεροπιασμένοι σε μιαν άβυσσο ευτυχίας, σε μια θάλασσα, κάτω βαθιά, με κύματα γλαυκά και σαν αξύπνητα που μόνο το τραγούδι τους έφθανε ως απάνω. . . Πατ !-πατ !! πατ!!! χτυπούσε το πόδι του στα τρία βήματα τόνα πιο χτυπητό από άλλο, ο Νίκος, σαν το νέο το άλογο, από υπερδύναμη ζωή κι αβάσταχτη χαρά. . . κ’ έπειτα έκανε μια γλήγορη στροφή και γύριζε κατά πρόσωπο της Λιόλιας να τη δεχτή στο στήθος του.. . Κι αυτή έπεφτε απάνω του με μια κίνηση σα λυμένη, όλο πάθος και παράδοση, χυνότανε, μ' ένα σκέρτσο αλλοιώτικο, απ' το πλάι μ’ όλο το κορμί της και το στήθος μπροστά, το απαλό και ζεστό, που έπαλλε απάνω στο δικό του, μέσα στα χέρια του . . . Δε φορούσε σήμερα το στενό της το πολκάκι, η Λιόλια, με τη σειρά κουμπάκια: είχε βάλει τη φουστίτσα της τη σταχτιά από αλπαγά, κοντή-κοντή, μ' ένα ποκαμισάκι κρεμ μαλακόχυτο όλο σούρες, που της άφηνε το στήθος ελεύθερο, και στη μέση μια ζώνη μουσαμαδένια κι αυτή σταχτιά· και πίσω στα μαλλιά της είχ’ ένα φιόγκο από κορδέλλλα μεταξωτή σκούρη πορτοκαλλιά, πούκανε σα μιαν απόχρωση των μαλλιών της των καστανών που χρύσιζαν . . . Χρύσιζαν τα μαλλιά της μες τα φώτα σα μάλαμα παλιό ζεστόχρωμο και τα σγουρά τους ταναφυσούσε ο απαλόθερμος αέρας όπως η αύρα αναφυσάει τα ψιλόχορτα του κάμπου. . . Τα μάτια της έλαμπαν ! Ήτονε ροδοκόκκινη κ' ιδρωμένη σα νάτρεχε στους ήλιους κ' έτσι έμοιαζε ρόδο που ό,τι έχει ανοίξει μ' όλα του τα φύλλα ένα μεσημέρι του Απρίλη.
Όταν κάθε χρόνο, την εβδομάδα του Θωμά το νησί μας εβούρκωνε από το δειλό καρδιοχτύπι μανάδων και στεφανωτικών, αντήχαε από το επικούρειο γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα εμπρός μου παρά Λάμια τη Μπαρμπαριά, να στρώνη τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να πλαγιάση αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της.
Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό. Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας.
Εκείνος κάθε φορά τον απάλλαττε με μια του μαχαιριά είτε και μια πέτρα στον λαιμό από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν επλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άρραξαν έτσι στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τόρα ήρθε και η δική του σειρά. Τον εξεπάστρεψε με μια ψύχα φαρμάκι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν