Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο.

Άλλοι αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος τους. Δύοτρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ' εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την ξετινάξη.

Τους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον.

Θυμάσαι το ξύλινο γιοφύρι που τόχουν φάη οι βροχές κ' οι τροχοί των κάρρων και των αμαξιών πούνε γεμάτο στις όχτες του από βοστίνες, αγριομενεξέδες και κρινάκια; Θα το περάσουμε αγκαλιασμένοι σαν τότες, και θα κοιτάξουμε με συγκίνηση ματαπάλε τον γκρεμό...κάτω, που βόσκουν στα πλάγια του τα γίδια.

Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Δε θέλω να υπάρχη τίποτε που να μην το γνωρίζης, είπε. Ξανακάθησα στη θέση μου και πήρα τα κουπιά. Η βάρκα τράβηξε πάλι το δρόμο της και σε λίγο είδα ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων ένα φως, που με ωδήγησε στην αποβάθρα μας. Αγκαλιασμένοι πήραμε το μονοπάτι του σπιτιού μας κι όταν καλονυχτιστήκαμε μ' ένα φιλί η Έλσα είπε: — Μ' έκαμες τόσο ευτυχισμένη απόψε.

Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.

Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς.

Σε ποιο μέρος; — Σε μια καλύβα, στο Μορουά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Έλα γρήγορα, αν θέλης να πάρης εκδίκησι. — Πήγαινε να με περιμένης στην είσοδο του δάσους, κοντά στον Κόκκινο σταυρό. Μην πης μιλιά σε κανένα για ό,τι είδες. Θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι, όσο θέλης. Ο δασοφύλακας πηγαίνει και κάθεται κάτω από τον Κόκκινο Σταυρό. Καταραμένος νάναι ο σπιούνος!

Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν