United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ντυμένοι την από πετσί λύκου προβιά του Pierre Vidal φεύγομε μπροστά στα λαγωνικά, και μες στην πανοπλία του Lancelot πηδάμε από της Βασίλισσας το Άλσος 'πάνω στο άλογο. Εψιθυρίσαμε τον έρωτά μας τον μυστικό κάτω από την κουκούλα του Abelard, και κάτω από τη λευκασμένη φορεσιά του Villon τραγουδήσαμε τη ντροπή μας.

Τον επήγαν μπροστά στο Βασιληά. «Μεγαλειότατε, είπεν ο μάγος, διατάχτε τους κυνηγούς σας νάχουν έτοιμα τα λαγωνικά και να σελλώσουν τάλογα. Πέστε ότι εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες θα λείψετε στο δάσος για κυνήγι, και να με κρεμάστε από της διχάλες, αν απόψε κι' όλα δεν ακούστε τι λόγια λέει ο Τριστάνος στη Βασίλισσα». Έτσι κ' έκανε ο Βασιληάς, αν και όχι με την καρδιά του.

Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα. .............................................. Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος, Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια, Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια, Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του, Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου. Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε.

Θα μπορούσε να μας πάη σε μέρος όπου ο γυρισμός δεν θάταν εύκολος». Τον αφήνουν και γυρίζουν πίσω. Το δάσος αντιλαλούσε από τα γαυγητά του Χουσδάν, κι' από μακρυά ο Τριστάνος, η Βασίλισσα κι' ο Γκορνεβάλης τον ακούνε· «ο ΧουσδάνΤρομάζουν: δίχως άλλο ο βασιληάς τους κυνηγάει, σαν άγρια θερία, με λαγωνικά. Βυθίζονται σε κάτι πυκνά φυλλώματα.

Χωρίς να περιμένη κυνηγούς και λαγωνικά, ο Βασιλιάς Μάρκος βάρεσε τ' άλογο για το Τινταγκέλ. Ανέβηκε τα σκαλιά της αιθούσης, κ' η Βασίλισσα άκουσε τα βιαστικά βήματά του ν' αντηχούν στης πλάκες. Σηκώθηκε, πήγε να τον συναντήση, του πήρε τάρματα, τούλυσε το σπαθί καθώς συνήθιζε, και υποκλίθηκε ως τα πόδια του.

Αλλά, καθώς τα λαγωνικά είχαν κρεμαστεί από το λαιμό του, το ελάφι έπεσε χάμου και τα παράδωκε. Ένας κυνηγός το επέρασε με τη λόγχη. Ενώ οι κυνηγοί, στέκοντας σε κύκλο εσάλπιπιζαν με τα κέρατα, ο Τριστάνος είδεν έκπληκτος τον αρχικυνηγό να μαχαιρώνη βαθειά το λαιμό του ελαφιού σαν νάθελε να τον κόψη. «Τι κάνετε, Άρχοντα; φώναξε.

Θρηνούσε πεθυμώντας τον Γκορνεβάλη, το Ρόχαλτ τον πατέρα του, και τη γη του Λοοννουά, όταν ο μακρυνός θόρυβος κυνηγιού με σάλπιγγες και κραυγές χαροποίησε ξαφνικά την ψυχή του. Στην άκρη του δάσους, ένα ωραίο ελάφι ξεπετάχτηκε. Το κοπάδι, τα λαγωνικά και οι κυνηγοί ξεχύθηκαν πίσω του με μεγάλο θόρυβο φωνών και σαλπίγγων.

Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κ' οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.

Μα, προτού τα λαγωνικά το ξεπετάξουν από τον κρυψώνα του, ο κύριός τους θα λάβη τέτοια πληγή που κανείς γιατρός δε θα μπορέση να την γιατρέψη. Όταν ο Ντενοαλέν έφτασε κοντά, ο Τριστάνος πέταξε χάμω την κάπα του, ώρμησε, κι' ωρθώθηκε μπρος στον εχτρό του. Ο προδότης θέλει να φύγη. Δεν πρόφτασε να φωνάξη: «Μ' έφαγες!», κ' έπεσε από τάλογο.

Αυτήν τη στιγμή, να που ερχότανε από μακρυά, κατεβαίνοντας σιγά-σιγά το μονοπάτι, σ' ένα μαύρο αλογάκι που πήγαινε βάδην, ο Ντενοαλέν, ακολουθούμενος από δυο μεγάλα λαγωνικά. Ο Τριστάνος τον παραφύλαξε, κρυμμένος πίσω από μια μηλιά. Τον είδε που παρακινούσε τα σκυλλιά του να ξετρυπώσουν κάποιο αγριογούρουνο από μια συστάδα δέντρων και πυκνών χόρτων.