United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι, κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου, και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε 335 το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, παίρνει τη στράτα πρόθυμος.

Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή.

Βουβοί δεν εταράχτηκαν, τόνε θωρούν με τρόμο. Εφούσκονε ο κατακλυσμός... 'Σ το διάβα του ένας χτύπος Ακούστηκε μικρός.. μικρός, σαν νάθε ξεροσκάση Του λύκου τανασήκωμα, σαν νάθε απλώσει χέριτου πιστολιού το σκάνδαλο... Ανάμεσ' από τόσους Μήπως εξύπνησε κανείς, όπου ήταν παλληκάρι;.. Ξαφνίστηκε ο Χαλήλμπεης..

Μετά το δείπνον ήπλωνον οι νεόνυμφοι προβείας επί σωρού ξηρών φύλλων, επί των προβείων ηπλούντο εκείνοι και επ' αυτών δασύμαλλον δέρμα λύκου.

Ω δαίμον' αγγελόμορφε, ω τύραννε ωραίε, ω κόρακα, που με πτερά περιστεριού πετούσες· αρνί με λύκου λύσσιασμα, ουσία σιχαμένη με παρουσίαν θεϊκήν εις όλα εναντίος απ' ό,τι μου εφαίνεσο κι’ απ' ό,τι εθαρρούσα! Ω κολασμένε άγιε, κι’ αχρείε τιμημένε!

Και κύψασα, εφίλησεν αυτόν τρυφερώς, ως μήτηρ το μεμψίμοιρον τέκνον της. — Μα πού είν' ο Θεός; όπου πάμετου λύκου το στόμα πέφτουμε· πού πάμε, καθείς δεν ξέρει. — Πάντα εμπρός· επανέλαβεν αυτή θαρραλέως. Κ' εξηκολούθησαν ακόμη την πορείαν των, απειλούμενοι να καλυφθώσιν υπό της χιόνος, να συντριβώσιν υπό των χιονοστιβάδων ή ν' αποτελέσουν μέρος αυτών.

Σωκράτης Λέγεται λοιπόν, Φαίδρε, ότι είναι δίκαιον να είπωμεν και το λόγιον του λύκου . Φαίδρος Και συ βεβαίως έτσι κάμνε. Διότι εις τα δικαστήρια ουδέ το ελάχιστον περί της αληθείας τούτων φροντίζει κανείς, αλλά περί του πιθανού. Τούτο δε είναι το &αληθοφανές&, εις το οποίον πρέπει να προσέχη ο μέλλων μετά τέχνης να λέγη.

Ούτος δε ελθών και ιδών τον Ανάχαρσιν ταύτα πράττοντα, τον ετόξευσε και τον εφόνευσε . Και σήμερον, εάν τις ερωτήση περί του Αναχάρσιδος, οι Σκύθαι προσποιούνται ότι δεν τον γνωρίζουσιν, επειδή απεδήμησεν εις την Ελλάδα και παρεδέχθη έθιμα ξενικά· ως δε ήκουσα εγώ από τον Τίμνον τον επίτροπον του Αριπείθους, ο Ανάχαρσις ήτο προς πατρός θείος του Ιδανθύρσου βασιλέως των Σκυθών και υιός του Γνούρου του υιού του Λύκου και εγγονού του Σπαργαπείθους.

Και την σκληρήν σου αδελφήν δεν ήθελα ν' αφήσω εις την χρισμένην σάρκα του να χώνη λύκου 'δόντια! Την νύκτα την ολόμαυρην, οπού η τρικυμία 'κτυπούσε το ασκέπαστο κεφάλι του, θαρρούσες πως θα φουσκώση η θάλασσα ως τ' ουρανού τα ύψη, να σβήση με τα κύματα τα πυρωμέν' αστέρια! Αλλά επλήθαιν' η βροχή από τα δάκρυά του!

Το κατεφίλει παντού, επί του κοντακίου, επί της κάνης, επί του λύκου, επί των παφηλίων· το έσφιγγε σπασμωδικώς επί της καρδίας της· το εψηλάφει, απαλά απαλά, φοβουμένη μήπως πονέση, και του ωμίλει ενίοτε ως να ήτο έμψυχον. — Δε φιλείς και τον γιο σου, κυρά; είπεν εις αυτήν ο Μακρής. Η Μαλάμω εστάθη εις την φωνήν, ωσεί τότε εξυπνήσασα.