United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ευρίσκονται οι υπερμεγέθεις όφεις, και οι λέοντες, και οι ελέφαντες, και αι άρκτοι, και αι ασπίδες, και οι κέρατα έχοντες όνοι, και τα κυνοκέφαλα τέρατα, και άλλα ακέφαλα και έχοντα τους οφθαλμούς εις το στήθος, ως λέγουσιν οι Λίβυες, και οι άγριοι άνδρες, και αι άγριαι γυναίκες, και άπειρα άλλα θηρία βεβαίως μυθώδη.

Το δε άγαλμα της Ίσιδος, ον γυναικείον, έχει κέρατα αγελάδος, όπως οι Έλληνες παριστώσι την Ιώ, και όλοι οι Αιγύπτιοι σέβονται ομοίως τας αγελάδας πολύ περισσότερον από όλα τα λοιπά ζώα.

Θα φάγω εσένα, κερατά!. . . Και ορμήσας λυσαλέος ο Ζάχος συνέσφιγξεν εις τους βραχίονάς του τον Ταχίρ. Τότε ήρχισε μεταξύ των ο πεισματωδέστερος αγών. Ο Χάρος και ο Τσοπάνης δεν επάλαισαν τόσον σφοδρώς εις το μαρμαρένιο αλώνι, ούτε οι σαράντα δράκοι μετά τόσου θορύβου εις το τρίστρατο διά τα γλυκά μάτια της Πεντάμορφης.

Μουκανίζουν και φριμάζουν και κλαιν, λες και μυρολογούν τα πεθαμένα τους. Μπλέχουν τα κέρατά τους άγρια αναμεταξύ τους, ανήμερα τουμπιώνται να σκοτωθούν. Ανταρέβουν και παρατρέχουν και βαρυπατούν, με φριχτήν ταραχή κι ανακύλησην άγρια, μανιασμένα κι ακράτηταπου τα κράζει, λέει, από τον Κατουκόσμο τω σφαγμένων αδερφιών τους το αίμα. — Είν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;...

Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας.

Άλλοτε τους κατέφθανον αγέλαι βοών και κτηνών άλλων, διερεθιζομένων υπό του βουκέντρου βιαστικού βουκόλου ή αλληλοκαταδιωκομένων· και ο Μανώλης προέτασσε την δίκελλαν διά να προφυλάσσεται από τα κέρατα των θυμοειδών ταύρων.

Διό τινά εις μεν το φως δεν είναι ορατά, εις δε το σκότος κινούσι την αίσθησιν ως λ.χ. τα σώματα, τα οποία φαίνονται πυρώδη και λάμποντα την νύκτα, δεν ονομάζονται δε με έν κοινόν όνομα. Και τοιαύτα είναι οι μύκητες, κέρατα ζώων, κεφαλαί ιχθύων και λέπια και οφθαλμοί αυτών.

Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι, Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια, Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης. Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.

Στο αίμα βουτημένος όπως ήταν, μαγριεμένο ανάβλεμμα, με μαλλιά αναφουφουλιασμένα αναπήδησ' ορθός. Εγούρλωσε το φοβερό του μάτι· εδάγκασε στα δόντια ματωμένο το μαχαίρι του. Ρίχτηκαν, σαν τα κοράκια στο κάρμα, οι άλλοι τόρα οι μακελάρηδες με τα κοντά μαχαίρια τα πλατιά. Ο ένας τράβαε το πόδι· άλλος τα κέρατα έσερνε· τρίτος να το ξεκοιλιάση επάλεβε, τα κοιλόμπουχά του να χύση.