United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, 770 Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του 775 Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; 780

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Ρεκάζει τ' αγριόγιδο, μπροστά σουράει ο τράγος, Και τρέχει ακράτητη η κοπή κι' αραδιαστή κι' ακέρια, Τρέχει και τ' αγριόγιδο με τον οχτρό του απάνω. Ζαλίζεται καμμιά βολά, ξεκόβεται από τάλλα, Και με τα ορθά του κέρατα τον σταυραετό παλεύει, Παίρνει καινούργιο απίδρομο και δύναμιν και θάρρος Και τρέχει πάλι και πηδάει και ρεκασμόν ξεσέρνει. Στερνά δειλιάζει, σταματά και ματωμένο γέρνει.

Αλλ' οι δαίμονες ήσαν δυσμετάπειστοι και είς των αγγέλων τα επιχειρήματα αντέταττον τα κέρατά των, ενώ εκείνοι εγύμνουν τας ρομφαίας.

Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. 735 Όξω ερρίχτηκε εντωάμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει. Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα. 740 Μον η πόνηρη εκείνη Τέτια απόκρισι του δίνει·

Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

Ενθυμείσθε, κ. εκδότα, την αμίμητον εκείνην ωδήν του Ανακρέοντος, Φύσις κέρατα ταύροις, Οπλάς δ' έδωκεν ίπποις, κλπ; Τοιαύτην τινά διανομήν έκαμε και ο Απόλλων εις τους θιασώτας του.

Εσήκοναν κολώνα τον ανήφορο μπουχούς. Επαράτρεχαν γύρω, με κλάψα εμουκάνιζαν, με σπαραχτικό παράπονο ερέκαζαν, λες κ' εμυρολογούσαν. Ετουμπιώνταν μεταξύ τους, μπλέχοντας τα κέρατα να σκοτωθούν. Ανακύλαγαν τον τόπο γύρω μες τα χώματα. Εσειώταν η γη στο βαρυπάτημά τους. Ολοένα εμυρίζονταν σκυφτά τα ματωμένα χάμου τα χώματα, όλο μαζί το κοπάδι, που δεν αποδίχαζαν στο σωρό βόιδι από βόιδι.

Το αντίπεραν πέλαγος ήτο ήμερον, συνηντήσαμεν δε και μίαν νήσον μεγάλην, κατοικουμένην και ευπρόσιτον. Οι κάτοικοι της ήσαν άνθρωποι Βουκέφαλοι έχοντες κέρατα, όπως παριστάνεται ο Μινώταυρος. Εξήλθαμεν και επροχωρήσαμεν διά να πάρωμεν νερόν και τρόφιμα αν ήτο δυνατόν, διότι είχαμεν έλλειψιν.

«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 αν οδηγοίτα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, 'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».