Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Πέρα στα σύγυρα του χωριού, όξω στα Παρακήπια, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, το φτωχικό ξωμάχι της θεια-Χρηστίτσας της καψόχηρας, χωμένο τόρα μες τα χιονισμένα δεντρικά, κρυμένο τόρα μέσα στα βουβά τα χιόνια, τέλεια από τον άλλον κόσμο μυστικό, κατάκλειστο στα αφάνταστα τα βάθη του· δεν κρύβει πια της αρφανής πεντάμορφης την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες.

Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε « Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματά της, τα μαρμαρόχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητά του καράβια, όλ' αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας.

Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα, Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει, Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον, Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης, Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του, Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης, Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.

Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισες με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξώρκια και τους ψαλμούς, οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα τίποτα δεν ημπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της πεντάμορφης. Λυώνει και σβύνει σαν τον ανθό στο ανθογιάλι του. Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ' αρώματα.

Έρχεται ο Τρύφος να θερμάνη το παγωμένο του κορμί, τον κουρασμένο νου του να δροσίση, μες την αφράτη αγκάλη της καλής του της πεντάμορφης. Τρώει, πίνει, καλοθερμαίνεται μαζί της. Πλαγιάζει μαγικά μες την ουράνια αγκάλη της και ξημερώνεται στο λόγκο πάλι το ταχύ. Και τρέχει ονειρεφτή και αδάκρυτη τρέχει η ζωή.

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.

Θα φάγω εσένα, κερατά!. . . Και ορμήσας λυσαλέος ο Ζάχος συνέσφιγξεν εις τους βραχίονάς του τον Ταχίρ. Τότε ήρχισε μεταξύ των ο πεισματωδέστερος αγών. Ο Χάρος και ο Τσοπάνης δεν επάλαισαν τόσον σφοδρώς εις το μαρμαρένιο αλώνι, ούτε οι σαράντα δράκοι μετά τόσου θορύβου εις το τρίστρατο διά τα γλυκά μάτια της Πεντάμορφης.

Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέραεκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν