United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο.

Αυτή του όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο.

«Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»... Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου. Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του». Ο Γιάννος ο περίφανος κι’ ο χιλιοπαινεμένος, Οπού είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.

Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει, γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί, πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί. κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά, κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν: Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.