United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Καλώς ήρθες, Κύριε· τούτο το σπήλαιο είν' η Αυλή μου· εδώ έχω λίγους υπηρέτες, και εις το νησί δεν έχω υπηκόους. Σε παρακαλώ να κυττάξης εκεί μέσα. Αφού μου ξανάδωσες τη δουκαρχία μου, εγώ σ' ανταμείβω με πράμμα ώμορφο άλλο τόσο· βγάνω όξω τουλάχιστο ένα θαύμα, να σ' ευχαριστήσω, όσο μ' ευχαριστάει ο θρόνος μου.

Κι' η τρέλλα αυτή σου ήρθε αφότου σου πέρασε απ' το νου να συναναστραφής την αριστοκρατία. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όταν συναναστρέφωμαι την αριστοκρατία, δείχνω το πνεύμα μου· και είναι πειο ώμορφο αυτό παρά να συναναστρέφωμαι τους χοντρονοικοκυραίους σου.

Κι αυτός της αποκρίθηκε: «Απάνθρωπη Αφροδίτη, που σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβώμαστε πράγματα τιποτένια; αι! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Σύρε να βρης τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου, σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

Μια 'μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη κ' είδα τα γένεια μ' ώμορφα κι ώμορφο τώνα μάτι κ' είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου. Κ' εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω, έφτυσ' αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο· γιατ' έτσι μ' έμαθε η γρηά Κοτυταρίς να κάνω.

Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα, με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι· κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο, κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται.

Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ' ώμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσίαζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πώλεγες ότ' είνε το φως τ' αθάνατο κ' η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά.