United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη, το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά. «Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά. Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές· η βάρκα καρτερούσε να τους φέρη σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.

Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα.

Θα ζητήσης τη ζωή όχι στα κόκκαλα των παπούδων σου παρά στα χέρια σου. Είσαι νέος δυνατός και θαυμαστός· είσαι... Τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι κ' οι ματιές της άστραψαν δυσκολοβάσταχτον πόθο. Το κυπαρισσένιο της κορμί ανάδευε απάνου του, σαν το διψασμένο δεντρί στης ζωής του τη βρύση. Είσαι ωραίος! πήγε να προσθέση· μα η παρθενική πορφύρα άναψε στα μάγουλα της και της τρόμαξε το αίσθημα.

Όταν τη νύχτατον τροχό τα σύνεργα επερνούσε Κι' ανάδευε τα χέρια του κ' έτρεμε το κεφάλι, Παρασαρκίδα αφύσικη μεςτην κοιλιά του δέντρου, Εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο Χταπόδιτη θαλάμη του που πρόσμενε κυνήγι Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του, 'Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν' ο Διάκος, Ταστροπελέκι του βουνού σβυέταιαυτό το μνήμα.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.