Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη, το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά. «Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά. Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές· η βάρκα καρτερούσε να τους φέρη σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.
Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσα — πολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά.
Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη 'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».
Χώρισε λοιπόν και το καθέν από αυτά τα δύο, διότι πιθανόν ο χωρισμός να σε ωφελήση. Νέος Σωκράτης. Πώς; Ξένος. Ιδού πώς: Όταν το προϊόν της ξαντικής απλωθή και πλατύνη, δεν το ονομάζομεν πέπλον; Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος. Από αυτό λοιπόν, όσον μεν στρίφεται με το αδράχτι και γίνεται σφιχτόν νήμα ονόμασέ το στημόνι και την τέχνην η οποία το στρίφει ονόμασέ την στημονοκλωστικήν. Νέος Σωκράτης.
μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιά— καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθος;» Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις
Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο. — Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος.
Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.
Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει!
Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.
Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο. Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν