Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Συ, που τα πάντα δύνασαι να κρίνης, μάντι, κι όσα μπορούν να λέγωνται κι όσ’ άρρητα είναι, ω Τειρεσία, επίγεια μαζί και ουράνια, την συμφοράν που δέρνει μας αν και δεν βλέπεις, ξέρεις καλά κ’ αισθάνεσαι° μονάχα εσένα, άναξ, προστάτη ευρίσκομε στη δυστυχία.

Κατέχετε είντά 'νε το σχολειό; Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κ' εκ' είν' ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει. Από ευνόητον λεπτότητα ο υιός του Σαϊτονικολή απέφυγε να διηγηθή προς τους φίλους του το ταπεινωτικόν επεισόδιον του φάλαγγα.

Ακούω, ακούω τον θόρυβον Ως αρχομένης μάχης· Κουφοβροντάει τοιούτως, Ότε επάνω εις τους βράχους Ρίχνεται η θάλασσα. Δάσος βοάει τοιούτως, Οπότε από τα σύγνεφα Σκληρός το δέρνει ο άνεμος· Ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν Εις τον αέρα. Να, των σπαθιών ο κρότος Προδήλως τώρα ακούεται· Να, πέφτουν ως ουράνιαι Βρονταί, πολλά, απροσδόκητα Βόλια θανάτου.

Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιωσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιωσύνη περνάει ταντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της. Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κ' έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώση τις λάσπες του.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τι τάχα συ περίμενες που 'ριξες το παιδί σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Επίστευα πως ο θεός θα σώση τη γενειά του. Αχ! του σπιτιού σου τη χαρά ποιά συφορά τη δέρνει! ΚΡΕΟΥΣΑ Τι κρύβεις το κεφάλι σου και κλαις, ω γέροντά μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού βλέπω τον πατέρα σου και σε δυστυχισμένους. ΚΡΕΟΥΣΑ Έτσ' είν' ο κόσμος• τίποτε στη θέσι του δεν μένει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, τώρα η λύπες, κόρη μου, ας μη μας παρασέρνουν.

Μας περιφέρει μαζί του στη Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία, Αφρική, Αμερική, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Τουρκία, όπου με σειρές από ξεκαρδιστικά επεισόδια μας δείχνει την ηθική αποσύνθεσι κάθε τόπου, τη δυστυχία και την άγνοια που δέρνει τα λαϊκά στρώματα, την ασυνειδισία και την σκληρότητα και τη ματαιότητα των ανωτέρων στρωμάτων.

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! ποια άβυσσος μεγάλη τώρ' ανοίγεται, με συφορές, όπου γι αυτές καθένας θα δακρύση. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το πρόσωπό σου βλέποντας η θλίψι με γεμίζει, ώ κόρη μου, και γίνομαι έξ' απ' τον εαυτό μου. Το ένα κακό δεν πέρασε που έλυωσε την ψυχή μου, και τώρα με τα λόγια σου άλλο κακό με δέρνει σαν κύμα, που σε συφοράς εμπήκες νέους δρόμους απ' τα σημερινά κακά.

Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος Και δεν φοβάσαι τίποτε στον κόσμο τον απάνω, Τρέξε, μη χάνης μια στιγμή, και φέρε μου όσα σου είπα. Άμ’ άκουσε της Μάγισσας αυτά τα λόγια ο Γιάννος, Της είπε με βραχνή φωνή και σουφρωμένα φρείδια: — Την αγαπώ παραπολύ και λυόνω, σαν το χιόνι, Που το χτυπάει ζεστή νοτιά, κι’ ήλιος γλυκός το δέρνει. Ποτέ μου δεν εδείλιασα κι’ είμαι άξιος και παράξιος.

Έτσι είπε, κι' όλων την καρδιά την άγγιξε στα στήθια, όσοι απ' το πλήθος της βουλής δεν τ' άκουσαν τα λόγια. Κι' η συντυχιά κουνήθηκε σαν κύματα μεγάλα μες στο Νικάριο πέλαγος, όταν ξεσπάει σιρόκος 145 ή όταν νοτιά απ' τα σύγνεφα του Δία και το δέρνει. Κι' όπως πλακώνει απόσπερος και το βαθύ χωράφι φυσσομανώντας το κουνά και σκύβουνε τ' αστάχια, έτσι άκρη ως άκρη σάλεψε ολόκληρο το πλήθος.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν