Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Τι να κάμη πίσω-πίσωτο γυναικείο να στέκεται, και να την τσαλαπατούν και να στάζουν κεριά ς' το χρυσοκέντητο βελουδένιο μπαμπουκλί της, και να της κάψουν το αραχνοΰφαντον αλέμι της με της λαμπάδαις που δεν ξέρουν μερικαίς να της κρατήσουν, που ταις κρατούν σαν νάνε σαΐταις που 'φαίνουν, ή καλαμιαίς που τινάζουν της εληαίς! Δεν πήγαινε και αυτή διόλου την νύκτα το Πάσχα.

Άλλοι εις το ασκέπαστον μέρος του περιβόλου κάνουν τα ίδια, όχι όμως εις την λάσπην αυτοί, αλλ' εις λάκκον γεμάτον άμμον την οποίαν τινάζουν ο ένας εις τον άλλον κ' επάνω των, ως πετεινοί, διά να πιάνωνται, υποθέτω, καλλίτερα εις τας συμπλοκάς, καθότι η άμμος αφαιρεί την ολισθηρότητα και το πιάσιμον εις το στεγνόν γίνεται ασφαλέστερον.

Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια τη λύπη την κρυφή, θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια ευγενικό λαλεί. Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει, και τα χρυσά φτερά τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση γλυκά και αρμονικά. Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι κι όπου ούτε της αυγής το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει στα βάθη της ψυχής.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.

Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε. 40 Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι, ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει, και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν, μα του θεριού η γερή καρδιά δεν του δειλιάει δε τρέμει, 45 μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος· έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε 49 κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε. 50 Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μον στέκανε άκρη άκρη στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου 55 αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτεςπυκνά μεγάλαδιαφεντιά από γιουρούσια Τρώων.

Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν