United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα έρθη ο καιρός και δυναμώσουμε, εγώ τον γκρεμίζω τον όχτο όπως τον σήκωσα... Δεν κατάλαβες, λέω, μωρ' αδερφέ, του πρόσθεσε μαλακώτερα, πως τα δίκαια είν' ένας λόγος μονάχα!.. Ο Αριστόδημος κατάπιε τη θλίψη του και δεν είπε τίποτα. Ένας λόγος ναι, ένας λόγος· μα κάποτε και σημαντικός!.. . Ο Δημητράκης έπειτ' από τον όχτο έσκαψε πέρα για πέρα την αυλή.

Μιαν ημέρα βαριά φορτομένος, Περπατόντας σ' ορθό μονοπάτι, Οχ τον κόπο, και κάμμα του ήλιου 1275 Την ανάσσα να πάρη δε φτάνει. Σ' ένα, όχτο τ' ανάσκελα πέφτει· Και στο μέγα πολύ κούρασμά του Τη ζωή του μισόντας βαριέται, Και το χάρο με πόθο του κράζει. 1280 Να ο χάρος ομπρός του πετιέται, Το δρεπάνι κρατόντας στο χέρι, Μ' άγριαν όψι, και σχήμα τρομάρας, Για είμαι, Γέρο, του λέγει· τι θέλεις;

Ο Σαντουριέρης πάντα μπροστά, με τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Ξοπίσω πάντα αφτή ορθόκορμη, βεργολύγερη, τσακίστρα πρώτης, του διαβόλου ναζού. Ωχ, βασίλισσα για μια νυχτιά, — ψυχή μου! — του μικρού του χωριού, που τόσο ακριβά θενά πωλούσε την ξέθωρη αλλού τη μπογιά της. Εκατέβηκαν τη σκάλα. Ετραβούσαν αργά, μη σκοντάψουν. Ανέβηκαν τον όχτο, να ροβολήσουν εκείθε.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.

Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο, μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι, κι' έτσι ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε 200 να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσαΈτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι, κι' αφτός σηκώθηκε να πάει.

Πφ!.. έκαμε τέλος με πολλή περιφρόνηση· τι τούτη τι άλλη ; Από σένα άρχισε το χαντάκωμα των Ευμορφόπουλων το χαντάκωμα... Και δεν ξαναμίλησε. Ο Δημητράκης ως τόσο βάλθηκε τώρα να καλλιεργήση την αυλή του. Σήκωσε πρώτα ψηλόν όχτο γύρω να την αποκλείση από τάλλα χτήματα. Ο Αρχαιολόγος σαν είδε τον όχτο ξίνισε τα μούτρα του.

Μα τέλος πια αγκαλιάζει χοντρόκορμη αψηλή φτελιά, που ξεκολνά απ' τις ρίζες και συνεπαίρνει πέφτοντας τον όχτο, κι' αμποδίζει τ' αφροκυμάτιστα νερά με τους πυκνούς της κλώνους. 245 Τότε οχ το κύμα ξεπηδάει, και φτερωτό με πόδι παίρνει τον κάμπο αβάσταχτος, λες είχε γληγοράδα 247 σαν του νυχτόφτερου τ' αητού, του κυνηγάρη αγιούπα, 252 πούναι πουλί το πιο γοργό, το πιο λεβέντικο όρνιο· έτσι στο κάμπο δρόμιζεκι' αχούσε απάς στα στήθια φρίκη ο χαλκός τουκι' έφεβγε δεξά ζερβά γυρνώντας, 255 μα πάντα ο πόταμος μ' αχούς τού πλάκωνε ξοπίσω.

Ύστερα εις κάθε μια φυτειά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι Τρανές ανάβονται φωτιές μέσ' στ' απλωτό σκοτάδι. Ολόυρα ολόυρ' απ' τες φωτιές σταίνουν χορό η κοπέλλες· Στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοί, κι' απ' όλους ένας Τους συνοδεύει το χορό μ' ένα απαλό τραγούδι Και μ' ένα λάλημα γλυκό γλυκό του ταμπουρά του.