United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, 220 και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. 223 Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 227 «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες!

Κι' έσπασε το καλάμι, και το μερί του βάρυνε· και λίγο λίγο πίσω προς τους συντρόφους κώλωσε για να σωθεί απ' το χάρο. 585 Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, γυρίστε και μη φέβγετε, κι' απ' το χαμό γλυτώστε τον Αία που τον λύσσαξαν οι κονταριές. Δε θάβγει θαρρώ οχ της μάχης ζωντανός τους χτύπους.

Ώρες πολλές μπορούσαμε να περπατούμε στο στενό μονοπάτι, που έφερνε από το κοκκινοβαμένο σπίτι μας κάτω στην ακρογιαλιά και κάθε βράδι μέναμε στην αποβάθρα πολλή ώρα κι ακούγαμε το θόρυβο των κυμάτων, που τώρα αχούσε ησυχότερος παρότι την ανήσυχη άνοιξη, μα και τραχήτερος μαζί.

Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι 480 και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.

Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο 440 σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοίαΈτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε, κι' όλοι ενωμένοι ομπρός τραβάν μες στο τειχί να μπούνε.

Μα αφτή η βουλή τού δόκησε σαν πιο καλή, να σύρει στο βασιλιά. Κι' οι διο στρατοί στην μάχη πελεκιούνταν με πείσμα, κι' άλιωτος χαλκός γύρω στα στήθια αχούσε 25 καθώς χτυπιούνταν με σπαθιά και δίστομα κοντάρια. Εκεί οι θεόσπαρτοι έσμιξαν το γέρο βασιλιάδεςτι απ' τα καράβια ανέβαινανόσοι είταν λαβωμένοι, τ' Ατρέα ο γιος, και του Τυδιά ο γιος, και του Λαέρτη.

Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέραΕίπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.

Κι' όταν τ' αστέρι σκάει ψηλά που φως μηνάει του κόσμου, 226 τότε η φωτιά μαράθηκε, ξεθύμαναν οι φλόγες, 228 και φέβγουν πάλι σπίτι οι διο ανέμοι να γυρίσουν κατά της Θράκης το γιαλό π' αχούσε πυργωμένος. 230 Κι' ο Αχιλέας το λαό βαστάει αφτού και στήνει 257 μεγάλο αγώνα, κι' έβγαζε βραβεία οχ τα καράβια.

Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυο θεοί να κάνουν· μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα 35 σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους. Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία παράλυσαν, μες τ' αλαφριά καράβια στρυμωμένοι, λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη.

Μα τέλος πια αγκαλιάζει χοντρόκορμη αψηλή φτελιά, που ξεκολνά απ' τις ρίζες και συνεπαίρνει πέφτοντας τον όχτο, κι' αμποδίζει τ' αφροκυμάτιστα νερά με τους πυκνούς της κλώνους. 245 Τότε οχ το κύμα ξεπηδάει, και φτερωτό με πόδι παίρνει τον κάμπο αβάσταχτος, λες είχε γληγοράδα 247 σαν του νυχτόφτερου τ' αητού, του κυνηγάρη αγιούπα, 252 πούναι πουλί το πιο γοργό, το πιο λεβέντικο όρνιο· έτσι στο κάμπο δρόμιζεκι' αχούσε απάς στα στήθια φρίκη ο χαλκός τουκι' έφεβγε δεξά ζερβά γυρνώντας, 255 μα πάντα ο πόταμος μ' αχούς τού πλάκωνε ξοπίσω.