United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Τ ζ ί ν τ ζ ι ρ α ς κ α ι Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λιαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, 125 Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή. Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς. Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν.

Παίζει το μάτι μ' το δεξί· μήπως την ανταμώσω; Θα γύρω δίπλα στη φτελιά και θε να τραγουδήσω κ' ίσως γυρίση να με 'δη· δεν είνε δα από πέτρα. Την Αταλάντη θέλοντας να πάρη ο Ιππομένης, παράβγηκε στο τρέξιμο κ' είχε στα χέρια μήλα, κ' ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ' εκείνη.

Εξύπνησες 'ςτά χέρια μου... πού επλάγιασες για πες μου; — Θυμούμαι, μα σαν όνειρο. Μια μέρα εκυνηγούσα Με το μικρότερο αδερφό 'ςτής χώρας μας τα δάση. Το μεσημέρι επλάγιασα ς' ένα φτελιά από κάτου Κι' απ' τότες τώρα εξύπνησα 'ςτό κάστρο το δικό σου. Ποιος μ' έφερε; Πεντάμορφη, μην όνειρο είνε ακόμα;

Μα τι να γίνη; Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του υπερηφανεύεται.