United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σου ορκίζομαι δηλαδήεις ποίον όμως; εις ποίον εκ των θεών; ή θέλεις εις τον πλάτανον αυτόν εδώ; — ότι αληθώς, εάν δεν μου είπης τον λόγον ενώπιον του πλατάνου τούτου, ουδέποτε εις σε κανένα άλλον λόγον κανενός συγγραφέως ούτε θα σου αναγνώσω ούτε θα σου απαγγείλω. Σωκράτης Α, κακόβουλε! πόσον καλά, διά να εκτελέσης τον σκοπόν σου, ανεύρες την αδυναμίαν ανδρός φίλου των λόγων.

Κι ένεψε ο βασιλιάςΤην άλλη μέρα σα φώτισε η αυγή τον ουρανό, το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό. Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα τα μακρυά κατάμαυρα μαλλιά, τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα, φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.

Εφώτιζε σκοτεινό τόρα, κοιμάμενο του Δήμαρχου το σπίτι. Έπεφταν σε φανταστικά, παράξενα σχήματα οι ίσκιοι του πλάτανου στη βρύση αποκάτω. Αντανακλούσαν μαλακές, χλωμές αντιφεγγίδες του καφενείου τα γιαλιά απόξω. Όλο το χωριδάκι, κουρασμένο φαίνεται, από την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης», έπεσε τόρα σε βαθύν ύπνο. Άχνα δε φύσαε. Φύλλο δε σειόταν.

Τον υπεδέχθησαν δε περιπαθώς και φιλοφρόνως υπό την σκιάν της πλατάνου παρά τη πηγή της Πλαγιάς· εκεί ο Ισκαριώτης εναγκαλισθείς αυτούς, υπέδειξε τα θύματα, και οι αλβανοί πυροβολήσαντες εκ των νώτων εφόνευσαν αμφοτέρους.

Ευχαρίστως επανέρχομαι εις το προσφιλές τούτο όνομα ου μόνον διότι απ' αρχής του ποιητικού μου σταδίου συνηντήθην μετ' αυτού, υπό την σκιάν του εν Ιωαννίνοις αιμοχαρούς πλατάνου, αλλά διότι στενώς διατελεί συνδεδεμένον μετά της φίλης μου Λευκάδος.

Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

Είτα εξέλεξε θέσιν καλήν επί των βρύων, υπό τινα βράχον επικαμπή, όστις ηδύνατο να τον στεγάση εν μέρει, έκοψε πτέριδας και κλώνας πλατάνου, έστρωσε δι' αυτών την κλίνην του, έθεσε την πήραν προσκεφάλαιον, έλαβεν εις τας αγκάλας την ράβδον του και απεκοιμήθη δροσερόν και βαυκαλιζόμενον ύπνον.

Πάμε να καθήσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λόγια μας, μόνο νακούσουμε τι είνε που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελλό τον παπά Χαραλάμπη. Τρελλό, γιατί αποκότησε να βγάλη στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε.

Σαν είδανε την πιστικιά ζυγώσανε να τη ρωτήσουν πούθε βγαίνει ο δρόμος. Αστροπελέκι έπεσε μπροστά τους. Θαμπώσανε τα μάτια τους. Στο λαιμό της πιστικιάς είδανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Η κλέφτρα δεν ήθελε να μαρτυρήση. Έλεγε πως τα βρήκε μέσα σε μια ρεματιά, στη ρίζα ενός πλάτανου. Και σαν της πήρανε το θησαυρό άρχισε τα κλάματα και τα παρακαλετά.

Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.