United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ που δεν το εννοείς, ότι μωρία είναι να ελεής ένα κακόν, εάν η τιμωρία επρόλαβε το έγκλημα! — Πού είν' τα τύμπανά σου; Σκεπάζει την βουβήν μας γην του Γάλλου η σημαία, η περικεφαλαία του το κράτος σου τρομάζει, κ' εν τούτοις, άνθρωπ' αγαθέ, σταύρωνε συ τα χέρια, και κάθου κλαίε: «Διατί, αχ, διατί να έλθηΔΟΥΞ ΑΛΒ. Να η εικών σου, Σατανά!

Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.

Κι ένεψε ο βασιλιάςΤην άλλη μέρα σα φώτισε η αυγή τον ουρανό, το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό. Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα τα μακρυά κατάμαυρα μαλλιά, τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα, φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.

Βγάζει και τ' απλώνει όλα στην ακρογιαλιά κ' εκείνο κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα χορτάσουν τ' αχόρταγα στοιχειά με τις ασυνήθιστες προμήθειες; Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι αράπηδες στην ακρογιαλιά, βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν κ' ερωτούν ποιος τάχα να τα έστειλε; Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ' όνομά τους, τρέμει στον ίσκιο τους.

Ο Αμβλέτος φθάνει με τους απεσταλμένους εις την Αγγλίαν, και αυτού τρομάζει τον Βασιλέα με το μαγικόν του πνεύμα, και μαντεύει σκανδαλώδη απόκρυφα της βασιλικής οικογενείας. Ο Βασιλεύς συμφώνως με τα πλαστά γράμματα στέλλει εις τον θάνατον τους δύο απεσταλμένους, και αρραβωνιάζει την θυγατέρα του με τον Αμβλέτον.

Μόνον τότε σταματάει τον νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο.

— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά όλα τούτα θα ’τανε όσα μου λέγεις αν πεθαμένη η μάνα μου ήτον° αλλ’όσο ζη θα κατέχει με τρανός πάντοτε ο φόβος. ΙΟΚΑΣΤΗ Κι όμως μεγάλο του πατρός σου φως ο τάφος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάντα όμως φοβίζει με ζώντας η μάνα. ΑΓΓΕΛΟΣ Και ποια γυναίκα την ψυχήν σου την τρομάζει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η Μερόπη με τον Πόλυβον που εζούσε, γέρο. ΑΓΓΕΛΟΣ Και γιατί εκείνη σου γεννά ένα φόβο τέτοιο;

Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.

Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη.