United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΕΝΟΞ Λάμπει η ορμήτα μάτια του! Αυτήν την όψιν έχει ένας, που έρχεται να 'πη μεγάλα νέα! ΡΩΣ εισερχόμενος. Ζήτω ο Δώγκαν! ΔΩΓΚΑΝ Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου Θάνη; ΡΩΣ Από το Φάιφ, βασιλεύ, από το Φάιφ, όπου των Νορβεγών τα φλάμπουρα με τον αέρα παίζουν και μας δροσίζουν τον στρατόν με το ανέμισμά των.

Πένα 'στη θανή μου ύμνους να μη γράψη, ούτε δάκρυ θέλω να χυθή κανένα, κι' ούτ' αυτός ακόμη θέλω να με κλάψη, που ελπίζει ψήφο νάχη κι' από 'μένα. Εις το Ουεστμίνστερ θέλω να με θάψουν, αλλ' αφού βεβαίως τούτο δεν θα γίνη, όπου σας αρέσει, τάφο ας μου σκάψουν, κι' όλη μου η δόξα κτήμα σας ας μείνη

Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων. Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον.

Βγήκε η άδεια για το γάμο με κάποια συρταφέρτα όμως για το λίγον καιρό πούχε περάσει απ’ τη θανή της Βεργινίας: τα φρόντισε όλα, με το μέσο ενός διάκου που γνώριζε στη Μητρόπολη, ο Περικλής ο χοντρέλης, που τάχε χαλασμένα τώρα κι αυτός με το Μίμη κ' ήθελε και καλά και σώνει να γίνη αυτός κουμπάρος.

Εις πολύ βάθος κοίτεται το σώμα του πατρός σου^ κοράλια είναι τα κόκκαλα, τα μάτια μαργαρίτες. Κάθε φθαρτό της φύσης του^ μέσα στο κύμα πέρνει ξένη μορφή πολύτιμη, και η κόρες της θαλάσσης απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο βαρούν για τη θανή του. Άκου τες· τώρα τες γροικώ, ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν. Αντιφ. Ντιν, ντον.

ΜΑΚΒΕΘ Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!

« Πες μου για τη Μαρία σου, » Το Γούλα σου, τη 'Λένη, » Που νύχτα 'μέρα τα ορφανά « Κλαίγουνε τη θανή σου· » Ρώτα με και για τη μικρή. » Την ώμορφη Φανή σου, » Που 'σ' άλλα χέρια τρέφεται, » Πουάλλα χέρια μένει.

Στις σαράντα ημέρες απάνου από τη θανή του μαβρο-Λιάκα, έπιασ' η καψόχηρά του αποβραδίς κ' έφτιασε σπερνά και προσφορές, να πάη την άλλ' ημέρα, να πάρη και τον παπά, να του κάμη τις &σαράντα& του.