United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».

Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν, τον επαντρολογούσεν ήδη η γρηά Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, όπου εστενοχώρουν κ' εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον καϋμός καρδιάς να τα βλέπη τις.

Η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αύτη πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη ψευδομένη, αλλ' ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζόμενη την πικράν τύχην της.

Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μόν ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται.

Αλλά τόρα τα μικρά ορφανά είναι ως να γεννώνται κάπως δευτέραν φοράν. Και βεβαίως μετά την πρώτην των γέννησιν ανεφέραμεν ποία θα είναι η ανατροφή και η εκπαίδευσίς των. Αλλά κατά την δευτέραν αυτήν περίοδον, η οποία είναι στερημένη πατρός, πρέπει να εύρωμεν τρόπον, ώστε η τύχη της ορφανίας να προξενήση όσον το δυνατόν ολιγώτερον οίκτον διά την συμφοράν της.

Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσέ να ζήσω με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσέ κοντά μου, και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα. Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας κ' οι δύο σ’ εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσω γέροι, που θα μπορούσαν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους.

Και όμως τον μέγαν και πομπικόν αυτόν χορόν ουδέποτε εχόρευσαν. Περιωρίζοντο μόνον τα ορφανά να κυττάζωσι κρυφίως διά των ημικλείστων παραθύρων, πλην ποτέ δεν μετέσχον μετά των άλλων νεανίδων, αι οποίαι συνηθροίζοντο καθ' εσπέραν τη εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ' εχόρευον κ' έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα.

Είταν τότες ακόμα παιδιά, κι ορφανά μάλιστα, αφού ο πατέρας τους, ο Ιούλιος Κωσταντίνος, πήγε κι αυτός με τάλλα τα θύματα. Φρόντισε ο Κωστάντιος να φυλαχτούν καλά και τα δυο παιδιά, πρώτα στην Ιωνία και στη Βιθυνία, κατόπι μέσα σ' αραχνιασμένο παλάτι της Μικρασίας κοντά στην Καισάρεια. Εκεί κλεισμένοι μαθαίνανε γράμματα από δασκάλους ονομαστούς στον καιρό τους.

Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Πώς να περάση την ζωήν του χωρίς να έλθη εις δεύτερον γάμον; Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μίαν οικοκυράν, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθη να την υπηρετήση, καλήν εις την ασθένειάν της. Αλλ' η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβή την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν.