United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δε ιδέα του Σίλλερ, ότι, «όταν εις τοιαύτην περίστασιν δεν χάση τις τον νουν του, σημαίνει ότι δεν έχει νουν διά να χάση», δεν είνε καθόλου ορθή. Φρόντισε να έχης αξίαν, αλλά και να σου την αναγνωρίζουν· και ο ηλιθιότερος των ανθρώπων ημπορεί με μίαν μωρίαν του να σου καταστρέψη εργασίαν δεκαετηρίδων ολοκλήρων.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε βλέπετε ότι δυσκολεύει το άλλο και του κλέβει την τροφή του; Πίστεψέ με, και φρόντισε να σου το βγάλουν το γρηγορώτερο· θα βλέπετε καθαρώτερα με το αριστερό. ΑΡΓΓΑΝ Δεν είνε βιαστικό το πράγμα, υποθέτω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Χαίρετε. Λυπούμαι πολύ που σας αφίνω τόσο γρήγορα· αλλά είνε ανάγκη να παρευρεθώ σ' ένα μεγάλο συμβούλιο που θα γίνη για κάποιον, που πέθανε χθες.

Είνε δε καλή και χρήσιμος εις τον ορχηστήν και η παραίνεσις του ποιητού• «Τέκνον μου, να μιμηθής το θαλάσσιον ζώον, το οποίον προσκολλάται εις τας πέτρας, και έπειτα φρόντισε να επισκεφθής όλας τας πόλεις και να γνωρίσης τα ήθη των». Ομοίως ο ορχηστής πρέπει να προσκολλάται και να εξοικειούται προς έκαστον εκ των θεμάτων τα οποία υποκρίνεται.

Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Είταν τότες ακόμα παιδιά, κι ορφανά μάλιστα, αφού ο πατέρας τους, ο Ιούλιος Κωσταντίνος, πήγε κι αυτός με τάλλα τα θύματα. Φρόντισε ο Κωστάντιος να φυλαχτούν καλά και τα δυο παιδιά, πρώτα στην Ιωνία και στη Βιθυνία, κατόπι μέσα σ' αραχνιασμένο παλάτι της Μικρασίας κοντά στην Καισάρεια. Εκεί κλεισμένοι μαθαίνανε γράμματα από δασκάλους ονομαστούς στον καιρό τους.

&Πώς μία γρηά φρόντισε για τον Αγαθούλη και πώς ξανάβρε κείνην, που αγαπούσε& Ο Αγαθούλης δεν πήρε καθόλου θάρρος, ακολούθησε όμως τη γρηά μέσα σ' ένα χαμόσπιτο. Τούδωσε ένα βάζο με αλοιφή να τριφτή, τον άφησε να φάγη και να πιή· τούδειξε ένα κρεββατάκι αρκετά καθαρό και κοντά στο κρεββάτι ένα κοστούμι ρούχα.

Έπειτα φρόντισε και τα θρησκευτικά, καθώς μάθαμε στάλλο κεφάλαιο. Απαγόρεψε δωροδοκίες, χάρισε φόρους, αφήκε και γεμάτο το δημόσιο ταμείο σαν απέθανε στα 457, τρία χρόνια ύστερ' από την Πουλχερία. Σαν απέθανε η Πουλχερία καθώς κι ο ανιψιός και διάδοχος του Ονωρίου ο τρίτος Βαλεντιανός, Θεοδοσιανή πια γενεά δεν απόμεινε. Αυτό δε σήμαινε και πολύ στη Δύση.

Βγήκε η άδεια για το γάμο με κάποια συρταφέρτα όμως για το λίγον καιρό πούχε περάσει απ’ τη θανή της Βεργινίας: τα φρόντισε όλα, με το μέσο ενός διάκου που γνώριζε στη Μητρόπολη, ο Περικλής ο χοντρέλης, που τάχε χαλασμένα τώρα κι αυτός με το Μίμη κ' ήθελε και καλά και σώνει να γίνη αυτός κουμπάρος.

Από αυτόν την πήρα για έπαθλον της νίκης μου. Οι νικηταί του δρόμου έπαιρναν άλογα. Αυτοί που ενίκησαν στην πάλη και στην πυγμή, αγωνίσματα πιο δύσκολα, κοπάδια έπαιρναν βώδια, μα και μια γυναίκα παραπάνω. Αφού λοιπόν ευρέθηκα τυχαίως στους αγώνας κ' ενίκησα, δεν ήθελα τέτοιο βραβείο ν' αφήσω. Πάρ' την λοιπόν και φρόντισε γι' αυτήν. Γιατί δεν είναι γυναίκα που να έκλεψα. Μου εστοίχισε η νίκη.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, οπόταν να ξεχωρισθήτα μέγαρά μου αρχίση η ορμή του Άρη ανάμεσαεμάς και τους μνηστήραις• αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270 σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις• εμ' έπειτα ο χοιροβοσκόςτην πόλι θα οδηγήση παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. κ' εάν εμέτο σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, τον πόνο κλείετην ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275 και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτάτον δρόμο, ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι• ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280 κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονταιτα μέγαρά μας, όλα σήκωσε, καιτο απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285 θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν• θα ειπής•τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγητην Τρωάδα, και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290 και άλλο τι μεγαλήτεροτον νου μου 'βαλε ο Δίας• μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295 και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνονεμάς τους δύο ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300 να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305 τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».