United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον θάνατον.

Μου παραγγέλλεις να αγαπώ και αυτούς ωσαύτως; Πού λοιπόν θα εύρω την αγάπην αυτήν, η οποία δεν υπάρχει ποσώς εις την καρδίαν μου; Και εάν ο Θεός σου ισχυρίζεται ότι θα με κάμη να τους αγαπήσω όλους, διατί, εν τη παντοδυναμία του, δεν τους επροίκισε με εξωτερικόν καλλίτερον, δημιουργών αυτούς, παραδείγματος χάριν, κατ' εικόνα των Νιοβιδών, τους οποίους είδες εις το Παλατίνον;

Ο δε καλός ο βασιλεύς εκεί, εις την αυλήν του τόσον τον καλοδέχεται και τον περιποιείται, ώστε η Μοίρα η κακή, με την καταδρομήν της ποσώς δεν τον εξέπεσεν από τ' αξίωμά του.

Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις το παλατίνον. Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν. Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον. — Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν.

Ο Άδραστος απεκρίθη· «Εάν δεν με διέταττες, ω βασιλεύ, δεν θα μετέβαινον εις τοιούτον αγώνα, διότι δεν αρμόζει εις άνθρωπον δυστυχή να αναμιγνύεται μεταξύ φαιδρών ομηλίκων· δεν επιθυμώ τούτο ποσώς, και πολλάκις ήδη το απέφυγα. Αλλά τώρα, αφού με αναγκάζεις, πρέπει να υπακούσω, πρέπει να ανταμείψω τας προς εμέ ευεργεσίας σου.

«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, 'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μουτο πλοίο, κ' είναι αμάθητοτην πράξι καιτους λόγους• για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσατα πελάγη• ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσωτην πατρίδα».

ΑΜΛΕΤΟΣ Α! στάσου! στάσου! κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην, οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης; Ω! βοηθάτε! βοηθάτε! ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς; ένα ποντίκι; το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο! το έκοψα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! τι έκαμες; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ω τρελλή πράξις φονική!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ποσώς, διόλου· όπως εσύ θ' αρτύσης την κατηγορίαν· μη πάλι του φορτώσης τ' όνειδος πως είναι εις άσωτην ζωήν παραδομένος· τούτο δεν εννοώ· θα χρωματίσης τα κακά του όμορφα, ωσάν ψεγάδια της ελευθερίας, μιας φλογερής ψυχής οπού ξεσπά και αστράφτει, αίματος ζωντανού, 'πού χαλινόν δεν έχει, πάθημα γενικόν. ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Αλλά, καλέ μου Κύριε, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και προς τι θέλω αυτό να κάμης;

Αι γυναίκες δεν εξήρχοντο ποσώς της οικίας, ημείς δε απεφεύγομεν, όσω το δυνατόν, πάσαν μετά Τούρκου συνάντησιν, και ζώντες λάθρα ανεμένομεν μεθ' υπομονής, αλλά και μετά πολλής αγωνίας, να παρέλθη η οργή Κυρίου.

Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι.