Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


ΑΜΛΕΤΟΣ Λυπούμαι οπού σας πρόσβαλαν, πολύ λυπούμαιτην τιμήν μου. ΟΡΑΤΙΟΣ Ποσώς δεν μας προσβάλλουν, Κύριε. ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι· πλην, μα τον Θεόν, υπάρχει και μεγάλη, Οράτιε, προσβολή· και ως προς τ' όραμα εκείνο, είναι πνεύμα καλό, τούτο να ειπώ σας φθάνει· και την επιθυμία να μάθετ' ό,τι τρέχει μεταξύ μας, δαμάσετ' όπως ημπορείτε.

«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. ουδέ ποσώς ξενίζομαιτους ανδρικούς μνηστήραις, 235 αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, οπόταν να ξεχωρισθήτα μέγαρά μου αρχίση η ορμή του Άρη ανάμεσαεμάς και τους μνηστήραις• αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270 σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις• εμ' έπειτα ο χοιροβοσκόςτην πόλι θα οδηγήση παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. κ' εάν εμέτο σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, τον πόνο κλείετην ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275 και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτάτον δρόμο, ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι• ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280 κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονταιτα μέγαρά μας, όλα σήκωσε, καιτο απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285 θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν• θα ειπής•τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγητην Τρωάδα, και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290 και άλλο τι μεγαλήτεροτον νου μου 'βαλε ο Δίας• μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295 και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνονεμάς τους δύο ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300 να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305 τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».

Δεν φοβούμαι ποσώς ότι είναι δυνατόν να νικηθώμεν από τους Σκύθας, αλλά πολύ μάλλον φοβούμαι μήπως μη δυνηθέντες να τους εύρωμεν πάθωμεν τι πλανώμενοι.

Τον Γιαννακόν έτυχε να επανίδω εις την Αίγυπτον μετά είκοσιν όλα έτη και ουδ' εκείνος το είχε λησμονήση. Πώς έτυχε προ πολλών ήδη ετών να ενδιαφέρωμαι δι' ένα τάφον του παρά την Βάθειαν κοιμητηρίου, τούτο δεν ενδιαφέρει ποσώς τον αναγνώστην.

Και την αυγήν, ευθύς που εξημέρωσε, το όρνεον επέταξε και με εσήκωσε μαζί του έως τα σύγνεφα του ουρανού, τόσον που δεν έβλεπα πλέον την γην και πάλιν εκατέβη με τόσην ταχύτητα που δεν αγροίκησα ποσώς. Όταν εκάθησεν εις την γην, εγώ ευθύς έλυσα το ζωνάρι μου από τον πόδα του και έμεινα λυτός. Τότε το όρνεον άρπαξε με την μύτη του έναν μεγαλώτατον όφιν δράκοντα και επέταξεν.

Η μορφή της δεν έφερε ποσώς τον κανονικόν εκείνον τύπον, τον οποίον ορίζουσιν ως πρότυπον καλλονής τα περί του αρχαίου κόσμου συγγράματα· αλλ' εν τούτοις ήτο θελκτικωτάτη και αιθερία.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα; φροντίδαις έχω εγώτον νουν, όχι ποσώς αγώναις, 'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».

Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο. — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . . Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.

Ερυξίας Δεν θα ήσαν χρήσιμα. Σωκράτης Άρα ούτε χρήματα θα μας εφαίνοντο ταύτα, αν δεν ήσαν ποσώς χρήσιμα• αλλά ταύτα θα ήσαν χρήματα διά των οποίων θα είμεθα ικανοί να προμηθεύωμεθα τα χρήσιμα. Ερυξίας Αλλά, Σωκράτη, δεν θα ηδυνάμην ποτέ να πεισθώ εις τούτο, ότι δηλαδή το χρυσίον και το αργύριον και τα άλλα τα τοιαύτα δεν είναι χρήματα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν