United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές. Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!

Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του. — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά μου έρχεται η σκέψις!

Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.

Και την αυγήν, ευθύς που εξημέρωσε, το όρνεον επέταξε και με εσήκωσε μαζί του έως τα σύγνεφα του ουρανού, τόσον που δεν έβλεπα πλέον την γην και πάλιν εκατέβη με τόσην ταχύτητα που δεν αγροίκησα ποσώς. Όταν εκάθησεν εις την γην, εγώ ευθύς έλυσα το ζωνάρι μου από τον πόδα του και έμεινα λυτός. Τότε το όρνεον άρπαξε με την μύτη του έναν μεγαλώτατον όφιν δράκοντα και επέταξεν.

Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.

Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι• και ο λίθοςόλα επέταξεν επάνω τα σημεία, γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».

Έθεσε το φυσίγγιον εις το όπλον του και είπεν εις τον γέροντα ότι ήτο έτοιμος διά τον αγώνα και άφινεν αυτόν να ρίψη πρώτος. — Όχι, εσύ θα ρίξης· επέταξεν ο γέρων. — Καλά· σε πόσα μέτρα; — Όσα θες. . . 'Στον καιρό του Παπά-Κώστα, από 'δώ ως την Τούρλα έκοψα ταγκ!. . το κούτσουπο της λάγιας του Μπαζούλα.

Ο πηλός επέταξε και μετ' ολίγον ήλθεν η Χρυσίς και εκτύπα την θύραν και εισελθούσα ενηγκαλίσθη τον Γλαυκίαν, ως να τον ηγάπα περιπαθέστατα, και εκοιμήθη μαζή του έως ότου έκραξαν οι πετεινοί. Τότε η Σελήνη επέταξεν εις τον ουρανόν και η Εκάτη εβυθίσθη εις την γην και τα άλλα φαντάσματα εξηφανίσθησαν, την δε Χρυσίδα εστείλαμεν εις το σπήτι της κατά την αυγήν περίπου.

Αλλ' εκείνοι γνωρίζουν την πρώτην σου ανατροφήν και πώς παρεδόθης εις τον φαυλότατον εκείνον στρατιωτικόν και συνδιεφθείρεσο μετ' αυτού, υπηρετών αυτόν καθ' όλους τους τρόπους, έως ου σ' έκαμε, κατά το λεγόμενον, κουρέλι χιλιοτρύπητον και σ' επέταξεν εις τον δρόμον.

ΔΙΟΓ. Το τόξον σου είνε έτοιμον και πρόχειρον, αλλ' εγώ τι έχω να φοβηθώ αφού άπαξ απέθανα; Αλλά δεν μου λες, σε εξορκίζω εις τον άλλον Ηρακλή, και όταν εκείνος έζη, συνέζης με αυτόν και ήσουν και τότε φάσμα; ή ήσθε έν όλον εις την ζωήν, αφού δε απεθάνατε διηρέθητε και αυτός μεν επέταξεν εις τον ουρανόν, συ δε το φάσμα κατέβης εις τον Άδην;