United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσια, ίσια δεν την θέλει· παραπονείται ότι την άλλην φοράν, όταν την εστείλαμεν, η Βασιλική έτρεχεν εις τα χωράφια να παίζη και τον άφινεν ολομόναχον. Εμένα παρακαλεί να 'πάγω... Η Φωτεινή απ' την γωνιά, όπου εκάθητο, εσπόγγισε τα δάκρυά της και ήλθε. — Στείλε με εμένα, μητέρα. — Εσύ! τόσο μικρή τι θα ημπορέσης να κάμης! — Ω! στείλε με και θα ιδής.

Δεν ήτο πρώτη φορά κατά την οποίαν απεμακρύνετο ούτω της οικίας ο Στάθης· αλλά τόρα η ψυχή της είχε διεγερθή ολόκληρος υπό συλλογισμών επιφόβων και όλα τα εξελάμβανεν ως επίτηδες εναντίον αυτής διενεργούμενα. Ο Στάθης άφινεν αυτήν μόνην και απροστάτευτον επί μίαν ολόκληρον ημέραν.

Όταν ωρίμαζον εις τους αγρούς οι καρποί, τότε εξεστράτευε, τα δε στρατεύματά του εβάδιζον με τον ήχον των συρίγγων, των κιθαρών, των βαρυαύλων και των οξυαύλων. Ερχόμενος εις την χώραν των Μιλησίων, δεν κατέστρεφεν ούτε έκαιε τας οικίας των αγρών δεν απέσπα τας θύρας· έκαστον πράγμα το άφινεν εις την θέσιν του.

Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του. Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθητην πατρίδα. αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Και πολλάκις όταν απέτρωγον, εν τη διαχύσει της ευτυχίας και της χαράς των, ετραγώδουν όλοι εκ συμφώνου το Λαγιαρνί, το τόσον πιστώς εκφράζον την πτωχείαν των βλάχων και εις χαριτωμένους και γοργούς στίχους εικονίζον την ζωήν των ολόκληρον. . . Μόνον καθ' ην ώραν απέθνησκεν ο γέρω Βαγγέλης, εκτός των άλλων συμβουλών και παραγγελμάτων τα οποία άφινεν εις αυτούς, είπε και διά τον Δημήτρην: — Ο Δημήτρης είνε αδερφός.

Ο Άρπαγος τοις είπεν ότι ήξευρε μεν καλώς τι εσκόπευον να πράξωσι, τους άφινεν όμως ελευθέρους να σκεφθώσι, και κατά συνέπειαν τούτου απέσυρε τα στρατεύματά του. Εν τούτοις οι Φωκαιείς έρριψαν εις την θάλασσαν τας πεντηκοντόρους των, έθεσαν εντός αυτών τας γυναίκας και τα παιδία των, τα έπιπλά των, τα αγάλματα και τα άλλα αφιερώματα των ναών, και εμβάντες έπειτα και αυτοί έπλευσαν προς την Χίον.

Και θα έπαυαν διά παντός. Εις πάσαν περίπτωσιν τα χαλινάρια τα εκράτει αυτός και δεν τάφινε να του τα πάρη. Και άμα έβλεπεν ότι το παράκανε, θα του τα μάζευε τα χαλινάρια. Αλλά και η ελευθερία την οποίαν του άφινεν ήτον αναγκαία διά να παύσουν αι αφορμαί των δυσαρεσκειών του με τον Στρατήν, αι οποίαι, παροξυνόμεναι βαθμηδόν, ηδύναντο να φθάσουν εις ανεπανόρθωτα πράγματα.

Τι να πράξη όμως; Σήμερον έληγεν η επί της γης εξουσία του· αύριον εκών άκων έπρεπε να παραχωρήση την θέσιν του εις άλλον. Θ' άφινεν ούτω την γρηάν ατιμώρητον· την εκδίκησίν του ανεκτέλεστον. Και τότε ποίος θα εφοβείτο πλέον αυτόν, ποίος θα εσέβετο τ' όνομά του;! Όχι, εξ άπαντος έπρεπε να τιμωρηθή η γρηά.