United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν επλησίαζεν η εποχή την οποίαν είχεν ορίση διά τον γάμον ο Σαϊτονικολής εσκέφθη ότι ήτο καιρός να του μαζεύση τα χαλινάρια, ως έλεγε. Το πράγμα όμως δεν ήτον όσον το εφαντάζετο εύκολον.

Μα ζούσε απέθανε ο θειος του, είταν πια τότες το ίδιο, επειδή αμέσως πήρε τα χαλινάρια στα χέρια, κι άρχισε νανοίγη το δρόμο για το μεγάλο του όνειρο, την κατάχτηση της δυτικής αυτοκρατορίας. Πρώτη πρώτη του πράξη είτανε να πιάση στενή φιλία με το Βασιλέα των Βαντάλων της Αφρικής, τον Ιλδερίχο.

Αν νικήσω κράτησέ με κοντά σου. Ή, αν δε θέλης να με κρατήσης, θα φύγω σε μακρυνόν τόπο». Κανείς δεν εδέχθη την πρόκλησι του Τριστάνου. Ο Μάρκος πήρε στα χέρια του τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης, κ' εμπιστευόμενος τη Βασίλισσα στο Λιντάν, πήγε παράμερα για να πάρη συμβουλή. Χαρούμενος ο Ντινάς έκαμε στη Βασίλισσα χίλιες τιμές και χίλιες περιποιήσεις.

Στην κραυγή τ' αδερφού του, ο Δούκας Ριόλ ρίχνεται κατ' απάνω του Καερδέν, με τα χαλινάρια αμπολυμένα. Αλλά ο Τριστάνος του κόβει το δρόμο. Άμα χτυπήθηκαν, το κοντάρι του Τριστάνου έσπασε στα χέρια του. Το κοντάρι του Ριόλ χώθηκε στο στήθος του εχθρικού αλόγου, πέρασε της σάρκες και το ξάπλωσε νεκρό, χάμω στο λειβάδι.

— Ο πνευματικός κόσμος είνε δικός σας· σας το είπα και άλλοτε· ο πνευματικός κόσμος είνε αναφαίρετο κτήμα σας· τον βεβαίωσε ο Περαχώρας κάνοντας το ίδιο. Ο Αριστόδημος παρηγορήθηκε. Έτρεξε πριν από κειούς στ' άλογα· έσφιξε τα χαλινάρια, εδοκίμασε τα σκαλόλουρα, τις σέλλες· τρόπο ήθελε να βρη για να δείξη την ευγνωμοσύνη του.

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλήσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνη παρά να κλωτσάη και να χλιμιντράη μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θανατείλη η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάη και θα τρέχη, και τότες, σώνει να το κρατάη γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δης τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζη με τα φτερωτά του καλπάσματα.

Ο Σαϊτονικολής ήρχισε να φοβήται ότι πολύ του είχε χαλαρώση τα χαλινάρια και τώρα θα ήτο δύσκολον να τα μαζεύση. Οι γαϊδάροι, έλεγε, δεν θέλουν πολύ θάρρος, γιατί τους περνά η ιδέα πως είν' αυτοί οι καβαλάρηδες.

Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Αλλά το λιμάνι ήταν έρημο, γιατί μόλις είχε χαράξει, κ' έτσι κανείς δεν είδε τον αντρείο να καλπάζη κατά το μέρος που τούδειξε η γυναίκα. Ξαφνικά, πέντε άνδρες ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σπηρούνιζαν τάλογά τους, με τα χαλινάρια αμπολημένα, και έφευγαν κατά την πόλι.