United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών.

Ουδέποτε τον είδε κανείς να φωνάζη, να φιλονεική με πείσμα ή ν' αγανακτή, και όταν ακόμη ευρίσκετο εις την ανάγκην να επιπλήξη κανένα• αλλά τα μεν σφάλματα κατέκρινε, προς δε τους σφάλλοντας ήτο επιεικής, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα, αλλά δεν οργίζονται κατά των αρρώστων.

Αυτό όμως είναι μια ανόητη συνήθεια, που δείχνει καθαρά πως το ένστικτο της ηθικής μπορεί να υψωθή σε τέτοιο βαθμό τελειότητος, οπού να παρουσιάζεται εκεί που δεν χρειάζεται. Κανείς με αληθινήν αίσθηση της ιστορίας δεν φαντάστηκε να κατηγορήση τον Νέρωνα ή να επιπλήξη τον Τιβέριο ή να κατακρίνη τον Καίσαρα Βοργία. Αυτά τα πρόσωπα γίνηκαν σα νευρόσπαστα θεάτρου.

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Οδυνηράν θλίψιν αισθανθείς έπεμψε να επιπλήξη το μαντείον, παραπονούμενος ότι ο μεν πατήρ του και ο θείος του κλείσαντες τους ναούς, αποβαλόντες της μνήμης των τους θεούς, πιέζοντες τους ανθρώπους, έζησαν πολύν χρόνον, αυτός δε, ευσεβής ων, μέλλει να αποθάνη ταχέως.

Και αντί να τον επιπλήξη, κατά την απόφασίν της, και να τον απειλήση ότι θα πήγαινε στου Δεσπότη και στου Μουδίρη να σχίση τα ρούχα της, του ωμίλησε με πραότητα και με παράπονον μητρικόν. Βαθμηδόν δε κατέληξεν εις τας στερεοτύπους συμβουλάς της ότι έπρεπε να πάρη μια φρόνιμη γυναίκα. Αλλ' όταν έφθασεν εκεί, η γλωσσά της εδέθη πάλιν. Και επανελάμβανε τα αυτά και περιέπεσεν εις σύγχυσιν.