United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη έν ήσυχον μιάου μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους.

Μεταξύ ημών και της ορατής παρουσίας Του, μεταξύ ημών και του δεδοξασμένου Λυτρωτού του καθημένου νυν εκ δεξιών του Πατρός, το νέφος εκείνο ακόμη επιπροσθεί. Αλλά το όμμα της Πίστεως δύναται να το διαπεράση· το θυμίαμα της αληθούς προσευχής δύναται να υψωθή άνευ αυτού· δι' αυτού η δρόσος της ευλογίας δύναται να κατέλθη.

Το έρριψαν, και ευθύς μία φλόγα μετέωρος υψώθη προς τον αέρα και καπνοί από εκεί δυσώδεις την αποφοράν εξεπέμποντο· τα κύματα διεσχίσθησαν πάραυτα, και ο πυθμήν, με καχλασμόν ανέβρασε και εσχηματίσθησαν αίφνης βρασμώδεις σεισμικοί κρότοι και αι αναπεμπόμεναι σταγόνες ήσαν σπινθήρες καίοντες. Οι ναύται κατεπλάγησαν εκ του αιφνιδιαστικού αυτού κινδύνου. Το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται.

Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου; Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου του την στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε συναγάγει εντός αυτού, και την απέθηκε θριαμβικώς επί της τραπέζης.

Τα πρόσωπα των αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς τον ουρανόν. Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.

Επάνω από την κοιλάδα υψώθη καπνός και εκινείτο προς τα επάνω ως πέπλος κυμαινόμενος, κυματίζον λοφείον της ατμομηχανής, η οποία διηύθυνε εκείσε την αμαξοστοιχίαν του νεωστί ανοιχθέντος σιδηροδρόμου, αυτού του ελισσομένου όφεως, του οποίου μέλη είναι βαγόνια κοντά σε βαγόνια. Ταχεία ως βέλος επέτα προς τα εκεί η αμαξοστοιχία.

Για 'με ωμίλουν κι' εις μικράς και εις μεγάλας σφαίρας, εγέννα ιλαρότητα η θέα μου και μόνη, ήμουν εγώ το ζήτημα κι' ο ήρως της ημέρας, αλλά με τας ιδέας μου κανείς δεν εσυμφώνει. Ένας και μόνος σύντροφος, υπάλληλος πτωχός, εις των λαμπρών μου ιδεών τα σύννεφα υψώθη, με ηκολούθει πάντοτε εκείνος μοναχός, πλην ποία αμοιβή γι' αυτό 'στον φίλον μου εδόθη!

Ηθέλησε να εγερθή πάλιν να ίδη τον γέροντα, αλλά μόλις η κεφαλή της υψώθη μικρόν και κατέπεσεν ευθύς. Νάρκη τις την κατέλαβε, τα μέλη της απεσκληρύνθησαν· έμεινεν ολίγη θερμότης εις την καρδίαν, αλλά μικρόν κατά μικρόν απεψύγη και αυτή, ως αποσβέννυται η θρυαλλίς παγέντος του περί αυτήν ελαίου. . . . — Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί!

Και τότε υψώθη, ως νικητήριος παιάν, η φωνή του ιερέως, ψάλλοντος: «Είς Θεός μέγας, ο Θεός ημών». Αφού δ' ετελείωσε το τροπάριον, ο Αστρονόμος, υψώσας το ποτήρι του με κίνημα ανθρώπου ετοιμαζομένου να πυροβολήση από ενθουσιασμόν, ανεφώνησε με φωνήν παλλομένην: — Εις υγείαν τση Ρωμιοσύνης! — Εβίβα! απήντησαν οι άλλοι ομοφώνως.

Επειδή είχε ζήση έως τώρα με τα ζώα, δεν τα εφοβείτο· τους ανθρώπους όμως εφοβείτο διότι δεν τους εγνώριζεν. Όταν ο Μανώλης επέστρεφεν, ο ήλιος είχεν υψωθή πολύ και το καύμα της ημέρας είχεν αρχίση. Εις το επάνω μέρος των Λιβαδιών εκίνησε την περιέργειάν του και τον εσταμάτησε μια βουκολική σκηνή.