United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θόδωρος ο Μοστρόπουλος, προ διετίας μόλις αποκατασταθείς εις το χωρίον, είχε χωθή όλος εις τα πολιτικά, κ' επιτηδεύετο μέγαν ζήλον και φανατισμόν υπέρ του κόμματος. Επέτα την σκούφιαν του κατά γης, την εδάγκανε, την εποδοπατούσε, επήδα και εχόρευε από την κομματικήν ζέσιν.

Επάνω από την κοιλάδα υψώθη καπνός και εκινείτο προς τα επάνω ως πέπλος κυμαινόμενος, κυματίζον λοφείον της ατμομηχανής, η οποία διηύθυνε εκείσε την αμαξοστοιχίαν του νεωστί ανοιχθέντος σιδηροδρόμου, αυτού του ελισσομένου όφεως, του οποίου μέλη είναι βαγόνια κοντά σε βαγόνια. Ταχεία ως βέλος επέτα προς τα εκεί η αμαξοστοιχία.

Πνεύματος, το οποίον επέτα κατά πάσαν πρωίαν επί τον ώμον του, και προτείνοντα τους ιερούς πόδας του εις βασιλείς προς ασπασμόν, ενόμιζον τότε τεράστιόν τι και μυθώδες ον ως αερόστατον μεταξύ ουρανού και γης μετέωρον. Εις τοιαύτην ευρισκόμην πνεύματος διάθεσιν, εν Γενούη κατοικών, ότε εξερράγη αίφνης η συμπάσαν κλονίσασα την Ιταλίαν εν έτει 1848 επανάστασις.

Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.

Τωόντι δε πάντες σχεδόν οι παραπορευόμενοι έσυρον εις το λιθόστρωτον με πολλήν υπερηφάνειαν ξύλινα ξίφη και η λέξις «κόρνελ» επέτα από στόματος εις στόμα. Σας βεβαιώ όμως ότι όσην υπερηφάνειαν μου ενέπνεε το αξίωμα του συνταγματάρχου, άλλο τόσον κακόν μου έκανεν ο τίτλος «κόρνελ», καίτοι είμαι άγαμος. Επί τέλους ημείς οι Έλληνες πιθανόν να έχωμεν ελαττώματα, αλλ' αυτά δεν τα υποφέρωμεν!

Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν.

Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πώς ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του.

Όταν δε έφθασεν εις την παράλιον Αιθιοπίαν και επέτα πλησίον της γης, βλέπει την Ανδρομέδαν δεσμευμένην επί τινος βράχου της ακτής, ωραιοτάτην, με την κόμην λυμένην και ημίγυμνον πολύ κάτω των μαστών. Και κατ' αρχάς μεν λυπηθείς αυτήν την ηρώτα διά την αιτίαν της καταδίκης της- μετ' ολίγον δε ερωτευθείς αυτήνδιότι έπρεπε να σωθή η κόρηεσκέφθη να την βοηθήση.

Οι διαβάται εσταμάτων το βήμα εκεί, θεωρούντες επί στιγμήν της πενιχράς εκείνης οικίας το λαμπρόν φωτοβόλημα και μετά τινος μυστικού φθόνου ακούοντες την εν αυτώ χαράν, ήτις και του φωτός πλέον εκλάμπουσα ανεπήδα άφροντις και αθώα· και μη χωρούσα εν τω ταπεινώ εκείνω διαμονητηρίω, επέτα έξω εις την οδόν ως άσμα, ως γέλως, ως φλύαρος ελαφρός διάλογος.