United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν. Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε: — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν. Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον εν μουσική συμφωνία: — Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . — Ακούεις; λέγει το Φάσμα. — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.

Αι φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον.

Και όλη η άλλη Ελλάς ήτο μετέωρος περιμένουσα την στιγμήν πού αι πρώται πόλεις ήθελον έλθει εις χείρας. Και πολλαί μεν προρρήσεις ελέγοντο, πολλοί δε χρησμολόγοι έψαλλον και εις τας μέλλουσας να πολεμήσουν πόλεις και εις τας άλλας. Ακόμη δε και η Δήλος ολίγον προ τούτων ησθάνθη σεισμόν, η οποία αφ' ότου οι Έλληνες ενεθυμούντο ουδέποτε πρότερον εσείσθη.

Και βεβαίως, αφού το αξιόλογον τούτο προτέρημα την έκαμνε ν' αναβή τρία ή τέσσαρα πατώματα εν καιρώ νυκτός, καθ' ον χρόνον αι άλλαι έψαλλον το &Χαίρε Μαρία&, δεν ηδύνατο άρα να την βιάση να μείνη δύο ή τρεις ώρας ενεδρεύουσα εις τον υψηλόν τούτον όροφον; Τι το κωλύον αυτήν; Δεν περιέμενεν όμως πολύ. Εξαίφνης η θύρα του κελλίου ηνοίχθη.

Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις. Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε: — Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι κακοί άνθρωποι!

Τα πρόσωπα των αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς τον ουρανόν. Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.

Οι χοροί έψαλλον σιγά-σιγά με ταπεινήν φωνήν και ταπεινότερον ύφος το Κύματι θαλάσσης , ίνα αργότερον, όταν θα εμελώδουν βροντοφώνως το Χριστός Ανέστη , γίνη καταφανής η αντίθεσις του πένθους και της χαράς.

Και είτα ετραγωδούσαν με την γλυκείαν λεπτήν φωνήν των και αι τέσσαρες εν αρμονία θελγούση και πολλάκις εχόρευον. Ω! και έψαλλον καλλιφώνως, ναι, έψαλλον εις το ρεύμα αι ευσεβείς νεάνιδες το ωραίον τροπάριον της Παναγίας, της γειτονίσσης των, ως την απεκάλουν τρυφερώς αι τρυφεραί κόραι. «Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας... »

Εκ του κέντρου του πλήθους των θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον. Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' εφαίνοντο εμπνευσμένα.

Και πολλάκις τη εξάψει της λατρείας των προς την λεβεντιάν, έψαλλον μετά μεγίστου πόνου το τραγούδι του Κουρκούμπα, το οποίον φέρει αυτόν και τον σύντροφόν του εις το λημέρι κατά το βράδυ βράδυ, όχι πλέον σκεπτομένους αγώνας και θριάμβους, αλλά κλαίοντας τα ντέρτια τους και τα παράπονά τους: τείν' το κακό που πάθανε τόρατα εβδομήντα που βγήκαν τα βελονωτά, του Σασεπώ τα όπλα. . .