United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείναι εβάδισαν εκατοστύν βημάτων τον τοίχον-τοίχον και είτα εστάθησαν. Είχον φθάσει εις έν μέρος του περιβόλου, το οποίον εφαίνετο χαμηλότερον, φθάνον μέχρι της μέσης μετρίου αναστήματος ανδρός, ενώ το άλλο κτίριον έφθανεν έως τας μασχάλας ή τους ώμους. Λίθοι και κονία είχον εκπέσει από την κορυφήν του τοίχου εις το μέρος εκείνο και ήτο ευκολώτατον να το υπερβή άνθρωπος και να εισέλθη.

Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν: — Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας φρουρούς. — Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο Ούρσος. Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις. Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας.

Αναπαυθέντες τότε επί τινας ώρας υπό την σκιάν πεύκης εβάδισαν και πάλιν δι’ όλης της νυκτός, το δε πρωί απήλθον εις Τουλώνα, εναύλους έτι έχοντες εις τα ώτα της Μαγδαληνής την ονοκτόνον αράν και του δυστυχούς υποζυγίου των τους επιθανατίους ογκηθμούς.

Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού.

Έσυρον τότε τα γιαταγάνια κ' εβάδισαν εναντίον αλλήλων με αργόν βήμα, με μάτι σταθερόν, παίζοντες τας λαμπράς λεπίδας εμπρός, κατά μέτωπον ο ένας τ' αλλουνού. Ο Ταχίρ έκυπτεν ο Ζάχος ορθόνετο· έκυπτεν ο Ζάχος, ορθόνετο ο Ταχίρ. Έκλινεν ο ένας αριστερά· επήρχετο ο άλλος δεξιά τρομερός, ακράτητος.

Θα αναζητήσω την κόρην παντού όπου υπάρχει πιθανότης να την εύρω. Θα τους εύρωμεν εις το υπόγειον προσευχομένους· και εις πάσαν μη ευνοϊκήν περίστασιν, θα μας δώσουν πληροφορίας περί αυτών. — Ωδήγησέ με, διέταξεν ο Τριβούνος. Επί μίαν στιγμήν η κλιτύς του λόφου τους έκρυψε την πυρκαϊάν και εβάδισαν εν τη σκιά, καίτοι τα περιβάλλοντα υψώματα εφωτίζοντο απλέτως.

Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του, απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα. — Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί. Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.

Άμα δε τα πάντα ητοιμάσθησαν κατά το δυνατόν, επωφεληθέντες εκ του υπολοίπου της νυκτός και χωρίς να περιμένουν να φανή η αυγή εξήλθον εκ των οικιών και εβάδισαν κατά των Θηβαίων.

Η Ιζόλδη καβάλλησε στο άλογο που οδηγούσε ο Τριστάνος από το χαλινάρι, κι' όλη την νύχτα περνώντας τ' αγαπημένα δάση για τελευταία φορά, εβάδισαν δίχως μιλιά. Το πρωί, ξεκουράστηκαν λίγο, έπειτα εβάδισαν ακόμη, όσο που έφτασαν στο ερημητήριο. Στο κατώφλι της εκκλησίτσας του, ο Ογκρίν εδιάβαζε σ' ένα βιβλίο. Τους είδε, κι' από μακρυά τους φώναξε τρυφερά: «Φίλοι! Σε τι δυστυχίες σας σέρνει η αγάπη!

Αφού εβάδισαν επ' ολίγα λεπτά διασχίζοντες κατά πλάτος το σύδενδρον μέρος, έφθασαν όχι μακράν της εσχατιάς του δασυλλίου, όπου τα δένδρα ήρχιζον κατά μικρόν ν' αραιώνωνται. Εκεί τότε είδον ασθενές φως, τρέμον επί της κλιτύος του λόφου, καταντικρύ των, προς το βορειοδυτικόν.