United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εζήτει μόνον να τον φυλάξη κατά την συμπλοκήν αλλά προ παντός να του χαρίση το ακατάβλητον των βράχων του Σουλίου, την ισχύν των εις τας κλεισωρείας του πνεόντων ανέμων, την ορμήν του χυνομένου προ των ποδών του Αχέροντος, διά να καταβάλη τον Ταχίρ Γιάτσην. Αυτός ήτο ο πόθος της.

Και ήτο τω όντι ο Ταχίρ Γιάτσης δράκος ακατάβλητος κ' εξολοθρευτής της οικογενείας της Μαλάμως. Πρώτον πρώτον εφόνευσε τον άνδρα της διά να λάβη το περίφημον καρυοφύλλι του. Τα καρυοφύλλι τούτο ήτο παλαιότατον και πολυτελές.

Ο Ταχίρ μεγαλόσωμος, υψηλά κρατών το φοβερόν χαρμπί του, έσπευδε να το κατεβάση από του ώμου μέχρι της κοιλίας κ' ήδη επλάκωνεν επάνω του αρματωλού ως κατάμαυρο σύγνεφο φέρον την καταιγίδα επί της αβράς χλόης λειβαδίου. Ο Ζάχος πρώτην φοράν επί της ζωής του ερρίγησεν ήδη.

Ούτω έφθασε μέχρι του Γιώργου Σπαθόγιαννου, ο οποίος το έφερεν εντίμως, μέχρις ου ο Τόσκης, ενεδρεύσας παρά το Μαργαρίτι το ήρπασεν αφού ήρπασε και την ζωήν του. Αλλ' η τιμή της οικογενείας απήτει πάση θυσία να επανακτηθή το καριοφύλλι εκείνο. Αδιάκοπος και πεισματώδης αγών ήρχισε μεταξύ του Ταχίρ Γιάτση και της οικογενείας της Μαλάμως.

Εγνώριζε πολύ καλά τον ήχον του όπλου εκείνου. Τον είχεν ακούσει άλλοτε, ότε μαζί με τον τελευταίον αδελφόν του, εις τον ταϊφάν του Τσόγκα ευρισκόμενος, συνεκρούσθη προς τους τουρκαλβανούς. — Ακούς; εκείνο ένε το καρυοφύλλι του παπού· μην το ξεχνάς! του εσύστησεν ούτος πριν φονευθή από τον Ταχίρ Γιάτση.

Πούτο Σαϊτάνι φύτρωσες, μπρε! έλεγεν ο Ταχίρ εμπαικτικώς. — Εκεί που δεν έσπειρες· απήντα ο Ζάχος βράζων από τον θυμόν, — Τώχει, μπρε, η μάνα σου; — Τώχει μα δετο δίνει. — Έμεινε κι' άλλος από σας να με σκοτώση; — Θα σε σκοτώσω ατός μου! — Εσύ δε φελάς. . .

Κρουνός αίματος επήδησεν από του στόματος του Ταχίρ Γιάτση και το γιγάντειον σώμα του εξηπλώθη επί της γης μετά βρόντου, ως αμάξιον φορτηγόν κατά κρημνού. — Σκύλε! μώφαγες όλη τη γενηά! είπεν ο Ζάχος, πηδών επάνω του εν θριάμβω. Η Μαλάμω παρηκολούθει από του γεωτοίχου την πάλην με αγωνίαν.

Ήδη δ' εισελθούσα όπισθεν του Ζάχου, έλαβε προθύμως το γιαταγάνι, λαμποκοπούν επί του αμαυρού τοίχου και το επέρασεν εις τον ώμον του. Έπειτα ενώ διά της δεξιάς χειρός έδιδεν εις αυτόν το καρυοφύλλι, διά της αριστεράς εναγκαλισθείσα τον έσφιξε σπασμωδικώς εις τον κόλπον της. — Κύτταξε, να μην ξεχνάς τον Ταχίρ Γιάτση! του είπε με τρέμουσαν αλλ' αυστηράν φωνήν.

Διότι κατέναντι του Ταχίρ Γιάτση, επί άλλου προχώματος, πνέων οργήν κ' εκδίκησιν, ίστατο ο Ζάχος εις τα νύχια, ως πετρίτης ανυπόμονος να πετάξη εις τα ύψη κ' εκείθεν να επέλθη ορμητικός κατά της λείας του. Ότε επήδησεν εκεί, τ' αργυρά του άρματα εβρόντησαν θορυβωδώς, ως να εκινήθη ολόκληρον χαλκείον υπό σεισμού.

Η ψυχή του ήτο ακόμη γεμάτη από νεανικόν σθένος· οι βραχίονές του πλήρεις ρώμης, τα νεύρα του εν αδιακόπω οργασμώ διά τον πόλεμον και την ταραχήν. Την απαράμιλλον ανδρείαν του Ταχίρ Γιάτση εξυμνούν ακόμη τ' αλβανικά τραγούδια, παρομοιάζοντα αυτόν με τον Ισραφείλ, τον άγγελον των ψυχών του Μωαμεθανικού νεκρόκοσμου.