United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Σαϊτονικολής, αφοπλίσας τον υιόν του, του εψιθυρίοε με τρέμουσαν εξ οργής φωνήν: — Μωρέ σκύλλε, είντα ν' αυτό πούκαμες; Είπε δε και προς τον δάσκαλον να πάη κιαυτός στην καληώρα. Θωρεί τα 'δα είντά 'καμε με το ξύλο και με το φάλαγγα. Αυτός τάφταιγε.

Τελευταίος επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία. Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, αλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι, και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδίαν σου !

Ο δούλος του, ο νεαρός Λούκιος ανακρούει κατ' αίτησίν του μέλος τι, αλλά κεκμηκώς κλείει εντός ολίγου τα βλέφαρα και αποκοιμάται. Τότε εις την τρέμουσαν λάμψιν του σβεννυμένου δαυλού, εμφανίζεται του Καίσαρος η σκιά· Θαμπά που καίει ο δαυλός... Ποιος είναι που εμβαίνει;... Είναι τα 'μάτια μου θαρρώ τα αδυνατισμένα που πλάττουν τούτο το φρικτόν το φάντασμα εμπρός μου!

Αι πλείσται των περιγραφών του Βαλαωρίτου δεν ομοιάζουσιν ούτε ανάγλυφα, ως αι των αρχαίων ποιητών, ούτε γνωστόν τι είδος ζωγραφιάς, πολύ δε μάλλον ωραίαν σκηνογραφίαν τρέμουσαν εις τα ύδατα διαυγούς μεν, αλλά σπανίως ακινητούσης λίμνης.

Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.

Ο Ανδροκλής, παρατηρήσας άκανθαν εμπηγμένην εις τον πόδα του λέοντος, με τρέμουσαν χείρα αποσπά αυτήν, και ούτως ελευθερόνει τον λέοντα από τους οποίους υπέφερε πόνους. Ο δε λέων, διά να εκφράση την προς τον ευεργέτην ευγνωμοσύνην του, ήρχισε να γλύφη αυτόν ημέρως διά της γλώσσης του.

Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν: — Συ επίλυσες την Λίγειαν. — Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . . Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως.

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου. Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .

Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη. Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάςΘύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν.

Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα. Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας.